Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Τα όνειρα..

Από τα αρχαία κιόλας χρόνια, τα όνειρα γοήτευαν τους ανθρώπους, με τη σχέση τους ανάμεσα στον σκιώδη κόσμο και τα γεγονότα που εισβάλλουν κατά τις ώρες του ύπνου, και στον χειροπιαστό κόσμο και τα ζωντανά γεγονότα των ωρών του ξύπνιου μας. κάποια εποχή, τα όνειρα θεωρήθηκαν ότι έχουν θεϊκή προέλευση. ακόμα και σήμερα, περιέχουν μέσα τους ένα στοιχείο μυστηρίου που τα διαχωρίζει απ' τη συνηθισμένη ζωή μας...

Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας μια πίστη στη σημασία των ονείρων και, παρόλο που μπορεί να μην πιστεύουμε πια στη θεϊκή τους προέλευση, τα όνειρα εξακολουθούν να έχουν για μας σημαντική αξία. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για ν' αντιληφθούμε ότι τα όνειρα επηρεάζουν τη ζωή μας όταν είμαστε ξυπνητοί.

Όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται. Μια φυσιολογική νύχτα ύπνου περιλαμβάνει πάντοτε όχι μία αλλά πολλές περιόδους ονείρου. Αυτό έχει αποδειχθεί πειραματικά, πέρα από κάθε αμφιβολία. Μερικοί άνθρωποι ξεχνούν ολότελα κάθε όνειρο που βλέπουν και ισχυρίζονται ότι δεν ονειρεύονται καθόλου, μερικοί άλλοι θυμούνται σχεδόν με ακρίβεια τα όνειρά τους, οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε κάποια στοιχεία απ' τα όνειρά μας και, πότε-πότε, ανακαλούμε ως την τελευταία λεπτομέρεια ένα όνειρο που φαντάζει, για κάποιο λόγο, ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ιδιαίτερα σπουδαίο. Και όλοι μας σχεδόν έχουμε την αίσθηση ότι κάποια όνειρα, τουλάχιστον, έχουν κάτι ενδιαφέρον να μας πουν.

Οι παμπάλαιες ιστορικές καταγραφές τής ζωής του ανθρώπου φανερώνουν ότι τα όνειρα θεωρήθηκαν ανέκαθεν σημαδιακά. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν πως ήταν μηνύματα απ' τους θεούς και δημιούργησαν, το 1300 ΠΧ περίπου, τον παλαιότερο ονειροκρίτη με 200 ερμηνείες αυτών των μηνυμάτων. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως οι Αιγύπτιοι ερμηνευτές διατύπωσαν τη θεωρία των αντιθέτων: το ότι, π.χ., ένα όνειρο θανάτου ήταν οιωνός μακρόχρονης ζωής. Ο Φρόιντ, προώθησε κι αυτός το θεώρημα ότι τα σύμβολα των ονείρων στηρίζονται συχνά σ’ ένα σύστημα αντιθέτων συμβόλων. Στην αρχαία Αίγυπτο τα όνειρα είχαν το δικό τους Θεό, τον Μπες και ο αρχαιότερος ονειροκρίτης, που γράφτηκε από ιερείς του Ώρου πριν από 4.000 χρόνια περίπου, είναι ένα από τα παλιότερα ντοκουμέντα που υπάρχουν. Οι Ασσύριοι είχαν κι αυτοί τους δικούς τους ονειροκρίτες. Η βιβλιοθήκη του Ασσύριου βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (669-626ΠΧ) πιστεύεται ότι περιελάμβανε ονειροκρίτες με ερμηνείες ονείρων που χρονολογούνταν από το 2000 ΠΧ, και ο προσωπικός του ονειροκρίτης λέγεται ότι υπήρξε μια από τις βασικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Έλληνα Αρτεμίδωρος, ο οποίος έγραψε τον πιο ξακουστό ονειροκρίτη του αρχαίου κόσμου Το πρώτο σημαντικό δημοσιευμένο έργο πάνω στα όνειρα, η Ονειροκριτική, ένα πεντάτομο έργο του Έλληνα Αρτεμίδωρου (2ος αιώνας μ.Χ.), υποστήριζε πως ένα όνειρο ήταν αυστηρά ατομικό για εκείνον που το έβλεπε.

Το βιβλίο του, που είχε τεράστια επίδραση (δημοσιεύτηκε στην Αγγλία για πρώτη φορά στα 1644 και τον επόμενο αιώνα πραγματοποίησε 24 εκδόσεις), είναι από πολλές απόψεις εξαιρετικά μοντέρνο. Ίσως το πιο σημαντικό είναι το ότι υπογράμμιζε το στοιχείο του συνειρμού, το γεγονός δηλαδή ότι μια ονειρική εικόνα προκαλεί κατά κανόνα και με τρόπο συνειρμικό κάποια άλλη εικόνα στο μυαλό. Ο Αρτεμίδωρος έγραφε, με πειστικότητα, ότι τα όνειρα «εμφυσώνται στους ανθρώπους για δικό τους καλό και καθοδήγηση», καταδίκασε τις αυθαίρετες και υπέρ το δέον κυριολεκτικές ερμηνείες, μελέτησε τα «περιοδικά» όνειρα και, όπως ο Γιουνγκ δυο χιλιετίες αργότερα, πίστευε στην ιδέα του «μεγάλου ονείρου», του σπερματικά σημαντικού ονείρου, που πίστευε πως ήταν πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί.

Όλα τα κείμενα των λαών είναι γεμάτα με αφηγήσεις σημαντικών αποκαλυπτικών ονείρων που βγήκαν αληθινά. Στην Αρχαία Ελλάδα τα όνειρα είχαν πολύ μεγάλη σημασία για τους Πυθαγόρειους, οι οποίοι μάλιστα μέσα από έναν κατάλληλο τρόπο ζωής με σωστή δίαιτα, μουσικά ακούσματα πριν από τον ύπνο, έλεγχο και προσανατολισμό της σκέψης, μπορούσαν να δουν αποκαλυπτικά όνειρα, να επικοινωνήσουν με το υπερπέραν και μάλιστα κατείχαν και ένα σύστημα για να τα θυμούνται.

Αποκαλυπτική και σημαντική για τα όνειρα είναι και η τοποθέτηση του μεγάλου Πλάτωνα: (3)

"Όταν όμως ένας άνθρωπος έχει ρυθμίσει τη δίαιτα του με τους κανόνες της υγιεινής και της σωφροσύνης, όταν, πριν παραδοθεί στον ύπνο, ξυπνάει το λογιστικό μέρος της ψυχής του και το θρέψει με καλούς λόγους και σκέψεις και συγκεντρώνει σ' αυτές όλη τη διάνοιά του, όταν χωρίς ούτε να στερήσει ούτε να παραφορτώσει το επιθυμητικό του, του παραχωρεί όσο ακριβώς χρειάζεται για να αποκοιμηθεί και να μην έρχεται να διαταράσσει το καλύτερο μέρος της ψυχής με τη χαρά ή τη λύπη του, αλλά το αφήνει να νιώσει, ότι δεν γνωρίζει από τα περασμένα ή από τα παρόντα ή από τα μέλλοντα. Όταν επίσης αυτός ο άνθρωπος κατευνάσει το θυμοειδές μέρος της ψυχής του και κοιμηθεί χωρίς να έχει την καρδιά του ταραγμένη από οργή εναντίον άλλων. Όταν τέλος καθησυχάζει αυτά τα δύο μέρη της ψυχής κρατώντας άγρυπνο μόνο το τρίτο, όπου εδρεύει η φρόνηση, και έτσι αναπαυθεί, ξέρεις βέβαια ότι τότε το πνεύμα του αγγίζει όσο γίνεται περισσότερο την αλήθεια..."

Ο Αριστοτέλης , είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα όνειρα. Το τέταρτο βιβλίο του μνημειώδους έργου του Μικρών Φυσικών, με τίτλο Περί Ενυπνίων, ο Αριστοτέλης το αφιέρωσε στα όνειρα. Ανέπτυξε τις ιδέες του για τον ονειρικό κόσμο και κατέγραψε την θεωρία του για το τι σημαίνουν τα όνειρα, γιατί ονειρεύεται ο άνθρωπος και για την φύση της ονειρικής κατάστασης. Υποστήριξε θερμά ότι τα όνειρα αντανακλούν την σωματική εικόνα και κατάσταση και συνεπώς, ένας ερμηνευτής ονείρων θα μπορούσε να διαγνώσει μια ασθένεια μέσα από αυτά.

Το ίδιο πίστευε και ο Ιπποκράτης ( 460-357 π.Χ.), ο θεμελιωτής της ιατρικής επιστήμης. Έτσι, ο αρχαίος Έλληνας επιζητούσε βοήθεια και θεραπεία από τα όνειρά του, κάτι πού γνωρίζουμε σήμερα από τις αναφορές για τις λατρευτικές παραδόσεις, ιδιαίτερα αυτές πού αφορούν τον Ασκληπιό και τους λατρευτικούς ναούς του, τα Ασκληπιεία.

Ο αρχαίος Έλληνας πού ήθελε να προκαλέσει ένα όνειρο πού θα του υπεδείκνυε την θεραπεία, προετοιμαζόταν για τρεις ημέρες. Πήγαινε σε ένα από τα Ασκληπιεία, πού, κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν γύρω στα διακόσια, με μεγαλύτερο και πιο φημισμένο αυτό της Επιδαύρου. Νήστευε το κρέας, το ψάρι και τα πουλερικά, ενώ απείχε από το σεξ. Τις δύο τελευταίες ημέρες έπινε μόνο νερό και τίποτα άλλο. Έπρεπε να κάνει μια θυσία με ένα ζώο, καθώς και να εκτελέσει διάφορα τελετουργικά. Ζητούσε από τον Ασκληπιό να του φανερωθεί και να τον θεραπεύσει. Το βράδυ, ξάπλωνε πάνω στο δέρμα του ζώου πού θυσίασε και κοιμόταν.

Οι ιερείς ήταν εκεί να τον βοηθήσουν να εκτελέσει τις τελετουργίες και να ερμηνεύσουν τα όνειρα πού είδε την συγκεκριμένη βραδιά. Σε κάποια όνειρα, εμφανιζόταν ο ίδιος ο Ασκληπιός και ακουμπούσε ή απλώς έδειχνε το πάσχον μέρος του αρρώστου. Ένα τέτοιο όνειρο σήμαινε και την θαυματουργή θεραπεία του ασθενή. Σε άλλα, εμφανιζόταν σαν φίδι ή σαν σκύλος και, ανάλογα, οι ιερείς σύστηναν κάποια θεραπεία. Μεγάλη σημασία είχαν επίσης τα τρόφιμα πού εμφανιζόταν στο όνειρο, αλλά και η παρουσία του νερού.

Ο Χριστιανισμός αναβίωσε την πεποίθηση, που δεν απορρίφθηκε ποτέ, ότι τα όνειρα τα έστελναν οι θεοί για να διαμηνύσουν τις εντολές τους στους υπηκόους τους (στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ο διαμηνυτής ήταν ο Χριστιανικός Θεός). Η Βίβλος είναι γεμάτη από τέτοια όνειρα, το ίδιο και τα κείμενα του Άγιου Κλημέντιου, του Άγιου Ιωάννη του Χρυσόστομου, του Άγιου Αυγουστίνου και πολλών ακόμη πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων χρόνων.

Οι Καβαλιστές εξηγούν πως ενώ κοιμόμαστε η ψυχή μας αφήνει το σώμα μας και ανεβαίνει στην ουράνια πηγή της για να ανεφοδιαστεί με ενέργεια. Ενώ ένα μέρος της ψυχής παραμένει με το σώμα για να το κρατά ζωντανό, το μεγαλύτερο κομμάτι της ταξιδεύει σε ανώτερους τόπους. Σε αυτό το εκτός σώματος στάδιο, η ψυχή βιώνει ελεύθερη οράματα και συναπαντήματα που βρίσκονται συνήθως έξω από τα όρια των πλασμάτων αυτού του κόσμου. Η πιθανότητα λοιπόν συνάντησης με άλλες ασώματες ψυχές – κυρίως των αγαπημένων μας προσώπων που έχουν φύγει από κοντά μας - είναι πολύ μεγάλη. Είναι η ευκαιρία τους να μεταβιβάσουν κάποιο μήνυμα σε αυτούς που άφησαν πίσω.

Κάθε βράδυ αφήνουμε τον κόσμο της καθημερινότητας και βουλιάζουμε μέσα στον κόσμο των ονείρων. Ένα κόσμο παράξενο και μαγικό, όπου το αδύνατο γίνεται δυνατό και το απίθανο πραγματικότητα. Ερχόμαστε σε επαφή με άτομα αγαπημένα που έχουν φύγει από την ζωή, βρισκόμαστε σε μέρη άγνωστα και θαυμαστά, πετάμε ψηλά, ελεύθεροι από τον νόμο της βαρύτητας, βιώνοντας πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Η μαγεία όμως των ονείρων δεν βρίσκεται στα παράξενα σκηνικά και στις πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Αυτό που πάντα μάγευε τον άνθρωπο είναι η ικανότητα των ονείρων να προφητεύουν, τα τηλεπαθητικά όνειρα, τα όνειρα εκείνα που εμφανίζονται άγγελοι και άγιοι, όλα εκείνα τα όνειρα δηλαδή που μας επιτρέπουν όχι μόνο να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο μέλλον, αλλά και μας αποκαλύπτουν τον θαυμαστό κόσμο των ψυχικών δυνάμεων που κρύβονται μέσα μας.

Αυτά τα όνειρα μας πηγαίνουν βαθιά στις εσώτερες διαστάσεις του υποσυνειδήτου, στα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης μας. Πολλοί λαοί και πολιτισμοί πιστεύουν ότι τα όνειρα είναι ο τόπος όπου μπορεί κανείς να συναντήσει τους προγόνους του, ενώ κάποιες άλλες παραδόσεις μιλούν για πνευματικούς οδηγούς που εμφανίζονται στα όνειρα για καθοδήγηση σε δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Κάποιες κατηγορίες ψυχικών ονείρων ταξιδεύουν τον ονειρευόμενο σε άλλες διαστάσεις, όπως είναι τα όνειρα με τα αστρικά ταξίδια.

Τηλεπαθητικά όνειρα ή όνειρα από προηγούμενες ζωές, αλλά και προγνωστικά ή προφητικά όνειρα έρχονται να μας προβληματίσουν και να υπενθυμίσουν ότι ο άνθρωπος κρύβει μέσα του τεράστιες δυνατότητες, που μας αποκαλύπτονται μόνο όταν το συνειδητό μας μέρος, ο ορθολογισμός και η τετράγωνη λογική κοιμούνται, δίνοντας έτσι την ευκαιρία, κάθε βράδυ, να μπούμε στα βαθύτερα επίπεδα του υποσυνείδητου και της ψυχής μας.

Τα όνειρα μεταφέρουν μηνύματα από την πνευματική πλευρά του εαυτού μας. Μας θυμίζουν ότι όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε την θεία καταγωγή και αποτελούν ένα πνευματικό κάλεσμα για να ασχοληθούμε περισσότερο με αυτό που έχει ουσιαστική σημασία στην ζωή: την ανάπτυξη της συνείδησης και την πνευματική μας εξέλιξη.

Μέσα στον ύπνο λέει ο Ξενοφώντας είναι που η ψυχή δείχνει καλύτερα την θεϊκή της φύση και τότε μπορεί να προβλέπει κάτι από το μέλλον. Διότι τότε καθώς φαίνεται είναι εντελώς ελεύθερη.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

 
 
 
Όταν συλλογιστεί κανείς, έστω και κατά προσέγγιση, το σύνολο των κακών, των βασάνων και των ταλαιπωριών κάθε είδους που ο ήλιος φωτίζει στην καθημερινή του διαδρομή, είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί την ευχή να μην είχε το άστρο αυτό για τη γη μεγαλύτερη δύναμη να δίνει ζωές, από κείνη που έχει για το φεγγάρι. Καλύτερα θα ήτανε πράγματι, όπως σ' εκείνον τον πλανήτη, η επιφάνεια της γης να βρισκόταν ακόμα σκεπασμένη με πάγους.
Μπορεί επίσης να θεωρηθεί η ζωή ένα επεισόδιο που διακόπτει χωρίς σκοπό τη μακάρια γαλήνη του μηδενός. Οπωσδήποτε, ακόμα κι ο ευτυχισμένος, που η ύπαρξή του είναι σχεδόν υποφερτή, με το πέρασμα των χρόνων σχηματίζει πάντα ξαστερότερη την πεποίθηση πως η ζωή είναι στο κάτω κάτω a disappointment, may, a cheat (μια διάψευση ελπίδας, κάτι περισσότερο, μια πλάνη), μ' άλλα λόγια, ότι παρουσιάζεται σαν κολοσσιαία απάτη, αν όχι χειρότερα σαν αγυρτεία.
Όποιος έζησε να δει δυο τρεις γενιές, βρίσκεται στην ίδια πνευματική διάθεση με εκείνο το θεατή που αγόρασε εισιτήριο σε παράσταση σαλτιμπάγκων σε κάποια εμποροπανήγυρη και κάθεται να δει δυο τρεις φορές συνέχεια την ίδια παντομίμα. Το αποτέλεσμα, ότνας υπολογισμένο για μια μοναδική παράσταση, δεν κάνει πια καμιά εντύπωση τώρα που κάθε ψευδαίσθηση διαλύθηκε μαζί με την περιέργεια που προκαλεί το καινούργιο στο θέαμα.
Είναι πραγματικά να χάνει κανείς το νου του, όταν συλλογίζεται τη σπατάλη ενέργειας που γίνεται στο σύμπαν. Οι αναρίθμητοι απλανείς αστέρες, παραδείγματος χάρη, λαμποκοπούν στο άπειρο των ουρανών με μόνο τους σκοπό να φωτίζουν κόσμους, όπου, αν δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, απ' ό,τι ξέρουμε από το ωραίο δείγμα όπου ζούμε, διαιωνίζεται η ανία.
Δεν υπάρχει γέννημα γυναίκας που ν' αξίζει να το ζηλεύουμε. Απεναντίας πόσοι και πόσοι δεν είναι αξιολύπητοι!
Η ζωή είναι ένας προορισμός που πρέπει με κόπο να εκπληρωθεί. Απ' αυτή την άποψη, η λέξη «defunctus» (δηλαδή έχοντας ξοφλήσει με την αγγαρεία της ζωής) είναι μια ωραία λέξη.
Σκεφτείτε για μια στιγμή αν η λειτουργία της τεκνοποιίας δεν ανταποκρινόταν σε μια ανάγκη, ούτε έδινε κάποια ηδονή, αλλ' ότι δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά μια πράξη σκέψης και συλλογισμού. Θα εξακολουθούσε τάχα η ανθρωπότητα να ζει πάνω στη γη; Ή μάλλον κάθε ζωντανός δεν θα καταλαμβανόταν από τόση συμπόνια για τη μέλλουσα γενιά, ώστε να την απαλλάξει απ' το βάρος της ύπαρξης ή τουλάχιστον δεν θα δίσταζε πολύ πριν της το επιβάλει με ψύχραιμη σκέψη;
Αυτός ο κόσμος είναι μια κόλαση και σ' αυτήν οι άνθρωποι χωρίζονται σε ψυχές που βασανίζονται και σε δαίμονες που βασανίζουν.
Θα μου πειτε πως η δική μου είναι μια φιλοσοφία θλιβερή – κι αυτό όχι γι' άλλο λόγο παρά μόνο γιατί λέω την αλήθεια, ενώ στις φοβισμένες ψυχές αρέσει ν' ακούν να επαναλαμβάνεται: «Ό,τι έκαμε ο καλός Θεός είναι καλά καμωμένο». Τι να σας πω; Μαζευτείτε στην εκκλησία κι αφήστε ήσυχους τους φιλοσόφους. Ή, αν μη τι άλλο, μην έχετε την απαίτηση να τακτοποιήσουν τις διδασκαλίες τους σύμφωνα με τον κατηχισμό των καρδιών σας, όπως συνηθίζουν μερικοί μισθωτοί ψευτοφιλόσοφοι, που μπορείτε, αν σας αρέσει, να του δώσετε παραγγελίες για συστήματα σύμφωνα με τα γούστα σας. Απεναντίας, για μένα τίποτα δεν είναι ευκολότερο και διασκεδαστικότερο πρά να κάνω άνω κάτω τη φουσκωμένη αισιοδοξία των προφεσόρων της φιλοσοφίας.
Κατά τον Βράχμα, ο κόσμος προέρχεται από ένα είδος αμαρτίας ή παρεκτροπής, και ήρθε αυτός στον κόσμο για να εξαγνίσει την αμαρτία του ως τη σωτηρία. Πολύ ωραία! Κατά τη βουδιστική παράδοση, το σύμπαν είναι το αποτέλεσμα μιας ανεξήγητης αναστάτωσης, που έγινε έπειτα από μια μακρόχρονη περίοδο γαλήνης σ' εκείνη την ξαστεριά του ουρανού, σ' εκείνη τη μακάρια ευτυχία που λέγεται Νιρβάνα και που η μετάνοια μόνο θα την κάνει να ξαναπαρουσιαστεί. Είναι λοιπόν ένα είδος μοιραίου, που ερμηνεύεται με ηθική σημασία, γιατί αυτός ο τρόπος αντίληψης της γένεσης του πρωτόγονου κόσμου ανταποκρίνεται ακριβώς στις επιστημονικές μας θεωρίες για το σχηματισμό του, όπου γίνεται λόγος για ένα απέραντο νεφέλωμα προορισμένο να μεταβληθεί σε ήλιο.
Αλλά οι ηθικές διαστροφές επηρέασαν ακόμα και το φυσικό κόσμο, κάνοντάς τον σιγά σιγά πιο κακό και χειροτερεύοντας τον πάντα, ώσπου να καταντήσει στη σημερινή του αθλιότητα. Ακριβώς! Οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τους θεούς σαν προϊόν μιας ανεξιχνίαστης ανάγκης. Μπορούμε να δεχτούμε κι αυτήν ακόμα την εξήγηση που, τουλάχιστον προσωρινά μας ικανοποιεί.
Ο Ωρομάσδης πολεμά με τον Αριμάν – μπορούμε να φτάσουμε να παραδεχτούμε κι αυτό ακόμα. Αλλά ένας θεός σαν αυτόν τον Ιεχωβά που, έτσι θέλοντας, γιατί έτσι του άρεσε, και μ' αλαφρή συνείδηση, μας φτιάνει αυτή την κοιλάδα των δακρύων και της δυστυχίας κι έχει επιπλέον το κουράγιο να χαίρεται γι' αυτό και να φωνάζει στον εαυτό του: «Μπράβου! Μ' εκείνο το “Πάντα καλά λίαν”» του, α! αυτό δα ειναι πάρα πολύ! Απ' την άποψη αυτή πρέπει να θεωρούμε την εβραϊκή θρησκεία την κατώτερη απ' τις θρησκευτικές παραδόσεις των πολιτισμένων λαών, κι αυτό συμφωνεί και με το γεγονός πως είναι ακόμα η μόνη που στερείται απολύτως κάθε χαρακτήρα αθανασίας.
Κι αν ακόμα θεαμε να δεχτούμε γι' αληθινή την απόδειξη του Λάιμπνιτς κι αν ακόμα παραδεχόμαστε πως αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε να γίνει, και πάλι δεν θα βρίσκαμε καμιά βάση για την ύπαρξη Θείας Δίκης.

Επειδή ο δημιουργός δεν έχει φτιάξει μόνο τον κόσμο, αλλά κι αυτή την ίδια τη δυνατότητα της ύπαρξής του – προκύπτει απ' αυτό πως όφειλε να κάνει δυνατή την ύπαρξη ενός κόσμου καλύτερου.
Η δυστυχία που καταπιέζει τη γη είναι μια πολύ δυνατή διαμαρτυρία ενάντια στην υπόθεση πως ο κόσμος είναι ένα έργο τέλειο, που οφείλεται σ' ένα ον με υπέρτατη σοφία, με υπέρτατη αγάπη και, εκτός απ' αυτό, παντοδύναμο. Από το άλλο μέρος, είναι ολοφάνερη η απόλυτη ατέλεια κι ακόμα η γελοία καρικατούρα του ανθρώπινου πλάσματος, που ωστόσο θα 'πρεπε να βγει το πιο καλοφτιασμένο απ' τα έργα της δημιουργίας. Κι αυτό αποτελεί αντίφαση που δεν μπορεί να συνταιριαστεί.
Πόνοι και δυστυχίες, απεναντίας, είναι άλλα τόσα επιχειρήματα για την υποστήριξη της θεωρίας, που σύμφωνα μ' αυτήν εμείς θεωρούμε τον κόσμο προϊόν των δικών μας σφαλμάτων, επομένως ένα πράμα που δεν θα μπορούσε να 'ναι καλύτερο.
Ενώ, κατά την θεϊστική αντίληψη, η γήινη θλίψη είναι μια τρομακτική κατηγορία κατά του δημιουργού και μπορεί να προκαλέσει πικρές ειρωνείες, σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση μας παρουσιάζεται ως μια πολύ εξευτελιστική κατηγορία εναντίον του εαυτού μας και της θέλησής μας. Απ' την υπόθεση αυτή προέρχεται η βαθιά σκέψη ότι ήρθαμε σ' αυτόν τον κόσμο φθαρμένοι κιόλας, σαν παιδιά γονέων εξαντλημένων από κραιπάλη, και πως, αν η ύπαρξή μας είναι τόσο άθλια και βρίσκει τον επίλογό της στο θάνατο, αυτό συμβαίνει γιατί πάνω μας βαραίνει στην αιωνιότητα η αμαρτία αυτή για την οποία πρέπει να εξιλεωθούμε.
Αντιμετωπίζοντας το θέμα με την πλατιά του σημασία, αυτό είναι αναμφισβήτητη αλήθεια – είναι το βαρύ φορτίο των ανθρώπινων αμαρτιών που φορτώνει στην ανθρωπότητα τόσες και τόσες φρικτές δυστυχίες. Και στη σχέση αυτή εμείς αποδίδουμε μια σημασία όχι φυσική ή εμπειρική, αλλά μεταφυσική. Έτσι, η παράδοση του προπατορικού αμαρτήματος με κάνει να συμβιβάζομαι με την Παλαιά Διαθήκη, γιατί κείνη, μολονότι παρουσιασμένη κάτω απ' τον πέπλο της αλληγορίας, μου φαίνεται η μονη μεταφυσική αλήθεια μέσα στα ιερά βιβλία. Και πράγματι, η ζωή μας φαίνεται το άμεσο αποτέλεσμα ενός μεγάλου αμαρτήματος και της αισχρής ικανοποίησης μιας αμαρτωλής επιθυμίας.
Θα σας άρεσε να 'χετε πάντα για οδηγό σας μια πυξίδα τέλεια για να μπορείτε να προσανατολίζεστε στη ζωή χωρίς φόβο γι' απατηλές χίμαιρες; Συνηθίστε να θεωρείτε τη γη έναν τόπο μετάνοιας, μια αποικία καταδίκων, ένα «εργαστήριον» όπως την είχαν κιόλας ονομάσει οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι (Κλήμης Αλεξανδρινός, Στρώματα, βιβλίο Γ', κεφ. 3, σελ. 399) και μερικοί απ' τους Πατέρες της Εκκλησίας (Άγιος Αυγουστίνος, De Civitate Dei, βιβλίο 11, κεφ. 23).
Σε κάθε εποχή, η φιλοσοφία, ο βραχμανισμός όποως και ο βουδισμός, ο Εμπεδοκλής όπως και ο Πυθαγόρας, συναντήθηκαν στην ίδια σκέψη. Ο Κικέρων (Fragmenta de Philosophia, τόμος 1, σελ. 316) αναφέρει πως οι αρχαίοι σοφοί στη μύηση των μυστηρίων εδίδασκαν: «Nos ob aliqua scelera suscepta in vita superiore, poenarum luendarum causa natos esse». (Γεννιόμαστε για να ξεπληρώσουμε μια ποινή που μας έχει επιβληθεί για σφάλματα που κάναμε σε κάποιαν άλλη προηγούμενη ζωή μας). Ο Βανίνι – εκείνος ο Βανίνι που βρήκανε πιο εύκολο να τον καταδικάσουν στην πυρά παρά να ελέγξουν τις διδασκαλίες του – εκφράζει την ίδια ιδέα με πιο κατηγορηματικό τρόπο λέγοντας: «Tot, tantisque homo repletur miseriis ut, si Christianae religioni non repugnaret, dicere auderem: si daemones dantur, ipsi in hominum corpora transmigrantes, sceleris poenaw luunt». (Τόσο γεμάτοι είναι από αθλιότητα οι άνθρωποι που, αν δεν ήταν αντίθετο με τη χριστιανική θρησκεία, θα τολμούσε κανείς να πει ότι οι δαίμονες ενσαρκωμένοι ως ανθρώπινα κορμιά πληρώνουνε τα κρίματά τους). (De Admirandis Naturae Arcanis. Διάλογος L, σελ. 353).
Τι περισσότερο; Ακόμα και στον καθαυτό χριστιανισμό, για κείνον που θέλει να τον καταλάβει καλά, η ζωή θεωρείται συνέπεια ενός παραπτώματος, μιας πτώσεως. Όταν εξοικειωθούμε μ' αυτή τη βεβαιότητα, δεν θα περιμένουμε απ' τη ζωή παρά ό,τι αυτή μπορεί να μας δώσει. Κι αντί να θεωρούμε απρόοπτες κι εξαιρετικές συμπτώσεις τις ατυχίες της, τα βάσανά της, τους πόνους της και τα μεγάλα ή μικρά κακά της, θα σκεφτούμε πως έτσι πρέπει να 'ναι, ξέροντας πολύ καλά πως εδώ κάτω καθένας έχει το σταυρό του, που τον μεταφέρει στον ώμο του με το δικό του τρόπο.
Ανάμεσα στα βασανιστήρια της φυλακής, ένα απ' τα σκληρότερα είναι εξάπαντος εκείνο που προκαλείται απ' το περιβάλλον που συναντάει κανείς εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνία των ανθρώπων, κι ας το πει μόνος του κείνος που θ' άξιζε να ζει σε μια καλύτερη.
Μια ανώτερη ψυχή ή μια διανοητική μεγαλοφυία πολύ συχνά συγκλονίζονται απ' το ίδιο συναίσθημα που δοκιμάζει ένας ευγενικός πολιτικός κατάδικος κλεισμένος στη φυλακή με κοινούς εγκληματίες γύρω του. Σαν κι αυτόν γυρεύουν κι εκείνες ν' απομονωθούν. Αλλά γενικά η τέτοια αντίληψη του κόσμου όπως είναι μας προκαλεί τη συνήεια να θεωρούμε φυσικές, επομένως χωρίς να νιώσουμε καμιά στενοχώρια, εκείνες που λέμε ανθρωπιστικές ατέλειες, δηλαδή την άθλια διάπλαση του πνεύματος και της ψυχής στο σύνολο των ανθρώπων. Κι αυτό σχεδόν πάντα παρουσιάζεται ολοφάνερο στα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας των περισσοτέρωνω ανθρώπων.
Η πεποίθηση πως ο κόσμος, κι ο άνθρωπος κατ' ανάγκή, είναι τέτοιοι ώστε να μην αξίζουν να υπάρχουν μας κάνει όλους μας επιεικείς. Τι καλύτερο θα μπορούσατε να περιμένετε από μια τέτοια ράτσα; Κατά τη γνώμη μου, στις αμοιβαίες σχέσεις μας δεν θα 'πρεπε να ονομαζόμαστε «Κύριε», «Εξοχότατε» ή τα παρόμοια, αλλά μάλλον «συντροφε στη δυστυχία, συνέταιρε στα κακά, αδελφέ στον πόνο, fellow sufferer».
Μπορεί να φαίνεται αυτή μια παράξενη έκφραση, αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν η καταλληλότερη, γιατί θα παρουσίαζε ποιος είναι πραγματικά ο πλησίον μας, θυμίζοντάς μας την ανάγκη της ανοχής, της υπομονής, της συγχώρεσης, της αγάπης προς τους ομοίους, που ο καθένας μας τη χρειάζεται και γι' αυτό δεν έχει το δικαίωμα να την αρνηθεί σε κανένα.



ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ 2002

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΨΑΧΝΟΥΜΕ...

ΨΑΧΝΟΥΜΕ...

Στα καθημερινά μας προβλήματα κανένας δεν καταλαβαίνει τι ψάχνουμε.Αλήθεια,ξέρουμε τι ζητάμε και πώς θα το φτάσουμε?Ξέρουν ή διαβάζουν αυτοί που αποφασίζουν για μνημόνια,μέτρα και διορθωτικές  αλλαγές,ποια είναι η κατεύθυνση και ο στόχος?Ερωτήματα που μόνο απλά μπορούν να απαντηθούν αλλα και κανένας ξένος οργανισμός δεν μπορεί να περιγράψει τις απαντήσεις σε κανένα χαρτί για να τις επιβάλει.Γιατί η λύση θέλει στόχους,αναδιοργάνωση,καινούρια μυαλά,πρόσωπα άφθαρτα με οράματα και όχι διαχειριστές και φυσικά αναζητά επιτέλους σοβαρότητα.Θα μου πείτε,όλα αυτά τα είχαμε μόνο στα κάδρα και στα όμορφα λόγια και τώρα με κραυγές και έναν άπιαστο κανιβαλισμό προσπαθούμε να περισώσουμε την τιμή μας.Ο απλός κόσμος όμως θέλει λύσεις και οχι πολιτικές γκιλοτίνες στα δικαστήρια των παραθύρων των ΜΜΕ.Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα διακυβέρνησής μας απλά ανακύκλωνε τις προβεβλημένες φάτσες και ψάχνει για ακόμη μια φορά τα εξιλαστήρια θύματα της τωρινής κρίσης του για να περισωθεί.Κάποιοι περιφερειακοί εκπρόσωποί του ίσως πάνε στο τέλος στη φυλακή,για φαινομενικό ξεσκαρτάρισμα.Ο απλός κόσμος θέλει την χαμένη σοβαρότητα.Ψάχνουμε.... απο δελφινι

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ...

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ...

Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές.
Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
 Το πρώτο το 'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το 'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
 Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
 - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
 Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ' ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
 Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.

 Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
 - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
 - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
 - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
 - Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
 - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω...

 Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
 Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
 Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς;
 Έτσι θαρρώ!
 Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
 Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
 Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
 Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα. Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
 Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα' ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη... Βαθιά την αγαπούσε.
 Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν;
 Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
 Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
 Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
 Πως θα σιγουρευόταν;
 Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
 - Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
 Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
 - Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
 - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
 Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
 - Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
 - Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
 Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
 - Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
 Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
 - Μ' αγαπά!
 - Δε μ' αγαπά!
 Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
 - Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
 Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε.

 Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός.
 Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
 Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα...
(Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά)
Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές.
Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
 Το πρώτο το 'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το 'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
 Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
 - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
 Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ' ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
 Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.

 Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
 - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
 - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
 - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
 - Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
 - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω...

 Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
 Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
 Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς;
 Έτσι θαρρώ!
 Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
 Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
 Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
 Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα. Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
 Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα' ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη... Βαθιά την αγαπούσε.
 Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν;
 Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
 Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
 Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
 Πως θα σιγουρευόταν;
 Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
 - Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
 Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
 - Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
 - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
 Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
 - Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
 - Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
 Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
 - Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
 Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
 - Μ' αγαπά!
 - Δε μ' αγαπά!
 Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
 - Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
 Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε.

 Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός.
 Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
 Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα...
(Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά)

Φως στη ζωή μας

Φως στη ζωή μας

Η νέα χρονιά να μας λούσει, να μας γεμίσει Φως.
Να ακολουθήσουμε όλοι το μονοπάτι της ομόνοιας και της ενότητας.
Να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε όλοι συν-υπέυθυνοι για την πλάση γύρω μας.
Να ενδυθούμε την στολή του πολεμιστή του Φωτός και να υλο-ποιήσουμε τα όνειρά μας.
Τα όνειρά μας, που δεν είναι τίποτε παραπάνω από ΑΓΑΠΗ.

Να σας βρίσκουν μόνο καλά και να φοράτε πάντα μεγάλα χαμόγελα!



Ο πολεμιστής του φωτός πιστεύει. Επειδή πιστεύει στα θαύματα, αρχίζουν να γίνονται. Αν η φασαρία του κόσμου πνίγει την εσωτερική μας φωνή, αυτό σημαίνει πως έφτασε η στιγμή της μάχης: πρέπει να ξυπνήσουμε τον πολεμιστή του φωτός που κοιμάται μέσα στον καθένα μας και να ξεκινήσουμε την πορεία σ' ένα δρόμο διάσπαρτο με κολακείες και πειρασμούς, ένα μονοπάτι όπου το κάθε βήμα μπορεί να κρύβει τις παγίδες ενός ολόκληρου λαβύρινθου, μια διαδρομή όπου η νίκη έχει το ίδιο πρόσωπο με την ήττα.


Ο πολεμιστής του Φωτός μαθαίνει πάντα από τα λάθη του. Είναι έξυπνος και άξιος στρατηγός. Μια και είναι θνητός δεν είναι αναμάρτητος. Έχει, όμως, την ισχυρή πεποίθηση ότι μόνο μέσα από την επίπονη προσπάθεια θα αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία και θα γίνει νικητής.

Η νίκη του δίνει νόημα στη ζωή του. Στον παροξυσμό του πάθους πιστεύει μόνο στα δικά του πιστεύω. Η πίστη του είναι ακλόνητη! Και δεν επηρεάζεται ακόμα και από τους καλύτερους φίλους του. Δεν τους ακούει; Όχι! Σαν πολεμιστής του Φωτός χρειάζεται να αποκομίσει τις δικές του εμπειρίες, ακόμα και αν αποτύχει.

Είναι ένας άνθρωπος, ικανός να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Έχει την ικανότητα να αναλύει τον εαυτό του και τις καταστάσεις γύρω του. Η αναλυτική του σκέψη βοηθάει την ψυχή του και η ψυχή του βοηθάει το μυαλό του.

Έχει την δύναμη να ξυπνά μέσα του τον άλλο ευατό, αυτόν που πραγματικά μερικές φορές δεν γνωρίζει. Διαθέτει μια μικρή δόση τρέλας μιας και στον πόλεμο και στον έρωτα δεν μπορούν να προβλεφθούν όλα.

Σημασία δεν έχει η μάχη αλλά το αποτέλεσμα του πολέμου, όπου σίγουρα ο κάθε πόλεμος καταστρέφει και φθείρει ακόμα και τον νικητή.

Πόλεμος είναι το πρόβλημα και μάχη η στρατηγική. Για να κερδίσει ο πολεμιστής τον πόλεμο μελετάει με μεγάλη προσοχή τη θέση που έχει σκοπό να κατακτήσει και προσπαθεί να μάθει πού μπορεί να βασίζεται, γιατί γνωρίζει και τα ελαττώματά του και τα προτερήματά του. Έχει πάντα την επιμονή και το κουράγιο να αντιμετωπίζει προκλήσεις και απρόβλεπτες δυσκολίες. Χρησιμοποιώντας την πειθαρχία και την αφοσίωση, ο πολεμιστής του φωτός ενθουσιάζεται για να πραγματώσει το όνειρό του και αποθηκεύει μέσα του απεριόριστη δυνατότητα φαντασίας και αντοχής.

Έχουμε την τάση να δημιουργούμε πολέμους και αυτό γιατί προσπαθούμε να τα πηγαίνουμε καλύτερα με τον εαυτό μας και να τον βελτιώνουμε, προσαρμόζοντας τη ζωή μας στους κανόνες της αρμονίας.

Ο πολεμιστής του Φωτός είναι αυτός που είναι σε θέση να κατανοήσει το θαύμα της ζωής και αγωνίζεται για το τι πιστεύει. Και ενώ κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του πολεμιστή του Φωτός, ο καθένας μπορεί να γίνει!



Έρωτας και Ψυχή

Έρωτας και Ψυχή

Στην Ψυχή δώθηκε ο Έρως, ώστε να μπορεί πάντα να βλέπει την αλήθινή της φύση.
Ο Έρωτας και η Ψυχή είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ  μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα.
Έρωτας και Ψυχή
Αν και ο Θεός Ερως στην αρχαιότητα ήταν υπεύθυνος για τα πάθη πολλών θνητών και μη, τελικά και ο ίδιος δεν γλίτωσε από τα βέλη του. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Ψυχή, μια θνητή που είχε τη φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας. Ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής είναι όμορφος και αποδεικνύει τη δύναμη της αγάπης και του έρωτα στις ζωές όλων.
Η Ψυχή ήταν μια θνητή, κόρη μιας πολύ συνηθισμένης οικογένειας με τρία παιδιά. Ανθρωποι από όλα τα μέρη έρχονταν να επισκεφτούν την Ψυχή και να θαυμάσουν την ομορφιά της, τιμώντας την περισσότερο από τη Θεά Αφροδίτη.
Η Αφροδίτη όταν αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβαινε, αποφάσισε να ζητήσει την παρέμβαση του γιου της Ερωτα, ο οποίος ανέλαβε να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην επιθυμούν την Ψυχή. Ωστόσο, και ο ίδιος ερωτεύτηκε την Ψυχή, στρέφοντας κατά λάθος το βέλος του κατά του εαυτού του.
Τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς της Ψυχής ήταν σαφώς προβληματισμένοι από την έλλειψη μνηστήρων, οπότε αποφάσισαν να στείλουν να πάρουν χρησμό, υποπτευόμενοι ότι κάποιος θεός έχει αναμειχθεί. Στους Δελφούς λοιπόν, ο Απόλλων, υπό την καθοδήγηση του θεού Ερωτα έδωσε χρησμό:
«Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί». Αν και όλοι έπεσαν σε βαθιά θλίψη, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το χρησμό ετοιμάζοντας λαμπρό γάμο με το “τέρας” του βουνού.
Ο γάμος έγινε αλλά η Ψυχή δεν μπορούσε να δει το σύζυγό της, ο οποίος εμφανιζόταν μόνο τα βράδια σε εκείνη και πάντα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος που η Ψυχή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.
Περνούσε υπέροχα μαζί του αλλά προβληματιζόταν γιατί δεν τον είχε δει ποτέ. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει στο πατρικό της, οι αδερφές της ζήλεψαν για την καλή της τύχη και την έπεισαν ότι για να μη θέλει να της φανερωθεί όχι μόνο θα είναι ένα τέρας, αλλά θα θέλει να τη σκοτώσει κιόλας. Ετσι λοιπόν της πρότειναν να τον σκοτώσει εκείνη πρώτη.

Η Ψυχή χάνει τον Ερωτα

 

Η Ψυχή με το λυχνάρι αντικρίζει το πρόσωπο του Ερωτα
Η Ψυχή γύρισε στο παλάτι, και ξάπλωσε με το μυστηριώδη σύζυγό της. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, η ψυχή πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Εγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπο του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο Θεό Ερωτα.
Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Ερωτα. Ο Ερωτας ξύπνησε από τον πόνο και πέταξε μακριά, λέγοντας της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους και ότι δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί πια, αφού αυτή – μια θνητή – είδε το πρόσωπο ενός αθάνατου.
Μετανιωμένη η Ψυχή άρχισε να αναζητά τον Ερωτα παντού, χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μετά από πολλή περιπλάνηση έφτασε σε ναό της θεάς Δήμητρας, η οποία τη συμβούλεψε να παρακαλέσει την Αφροδίτη να την αφήσει να δει το γιο της.
Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Ερωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή από το καυτό λάδι. Ακουσε όμως από τις ικεσίες της Ψυχής και της απάντησε ότι για να δει τον αγαπημένο της,  θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες.
Οι δοκιμασίες ήταν δύσκολες, αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις δυο πρώτες με επιτυχία. Ωστόσο η τελευταία δοκιμασία απαιτούσε να κατέβει στον Άδη και να φέρει το κουτί της Περσεφόνης στην Αφροδίτη. Το κουτί αυτό περιείχε το μαγικό ελιξήριο της ομορφιάς και η Ψυχή απαγορευόταν να το ανοίξει.
Η Ψυχή πήρε το κουτί αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να το ανοίξει για να πάρει λίγο φάρμακο ομορφιάς για τον εαυτό της.  Ωστόσο στο κουτί η Περσεφόνη δεν είχε βάλει κανένα μαγικό φίλτρο που θα μπορούσε να την κάνει πιο όμορφη, αλλά τον Μορφέα, που την έριξε σε βαθύ ύπνο.

 

Ο Ερωτας σώζει την Ψυχή

Όταν ο Έρωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, δραπέτευσε από το παλάτι της Αφροδίτης, πέταξε στον Όλυμπο και παρακάλεσε τον Δία να σώσει την Ψυχή. Ο Δίας συγκινημένος από την αγάπη του θεού Ερωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας στον Ερωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα.
Απουλήιος, Μεταμορφώσεις, V, 23
You might also like:

Το κομμάτιασμα της σκέψης

Το κομμάτιασμα της σκέψης

Μία από τις λειτουργίες της σκέψης είναι το να είναι πάντα απασχολημένη με κάτι. Οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να έχουμε το νου μας συνεχώς απασχολημένο ώστε να εμποδιζόμαστε να δούμε τους εαυτούς μας όπως είμαστε πραγματικά. Φοβόμαστε να  είμαστε άδειοι. Φοβόμαστε να κοιτάξουμε τους φόβους μας.
Στο συνειδητό μπορεί να ξέρεις τους φόβους σου αλλά στα βαθύτερα στρώματα του μυαλού σου τους ξέρεις; Και πως θα ανακαλύψεις τους φόβους σου που είναι κρυμμένοι, μυστικοί; Πρέπει ο φόβος να διαιρεθεί σε συνειδητό και ασυνείδητο; Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ερώτηση. Οι ειδικοί, οι ψυχολόγοι, οι αναλυτές έχουν χωρίσει το φόβο σε βαθιά και σε επιφανειακά στρώματα, αλλά αν ακολουθήσεις αυτά που λένε οι ψυχολόγοι ή αυτά που λέω εγώ, καταλαβαίνεις τις θεωρίες μας τα δόγματά μας, τις γνώσεις μας, δεν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Δεν μπορείς να καταλάβεις τον εαυτό σου με βάση τον Φρόυντ, τον Γιούνγκ ή εμένα. Οι θεωρίες των άλλων ανθρώπων δεν έχουν καμία σημασία. Εσύ ο ίδιος είσαι που πρέπει να κάνεις την ερώτηση: Πρέπει ο φόβος να διαιρεθεί σε συνειδητό και ασυνείδητο; Ή υπάρχει μόνο φόβος που του δίνεις διάφορες μορφές; Υπάρχει μόνο μια επιθυμία: η ίδια η επιθυμία. Εσύ επιθυμείς. Τα αντικείμενα της επιθυμίας αλλάζουν, αλλά η επιθυμία είναι πάντα η ίδια. Ίσως με τον ίδιο τρόπο υπάρχει μόνο φόβος. Φοβάσαι όλων των ειδών τα πράγματα αλλά υπάρχει μόνο ένας φόβος.
Όταν συνειδητοποιήσεις ότι ο φόβος δεν μπορεί να διαιρεθεί, θα δεις ότι έχεις βάλει κατά μέρος μία κι καλή αυτό το πρόβλημα του ασυνείδητου και έτσι θα 'χεις γλιτώσει από τους ψυχολόγους και τους αναλυτές. Όταν καταλάβεις ότι ο φόβος είναι μία και μόνη κίνηση που εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους και όταν δεις την κίνησης και όχι το αντικείμενο στο οποίο πηγαίνει η κίνηση, τότε αντιμετωπίζεις μία "τεράστια" ερώτηση: Πως μπορεί να κοιτάξεις το φόβο χωρίς το κομμάτιασμα που έχει καλλιεργήσει ο νους;
Υπάρχει μόνο ολικός φόβος αλλά πως μπορεί το μυαλό που σκέφτεται κομματιαστά να παρακολουθήσει αυτήν την ολική εικόνα; Μπορεί; Ζούμε τη ζωή μας κομματιασμένα και μπορούμε να κοιτάξουμε αυτό τον ολικό φόβο μόνο μέσα από την τμηματική επεξεργασία της σκέψης. Όλη η διεργασία του μηχανισμού της σκέψης υπάρχει για να διαλύει το κάθε τι σε κομμάτια: Σ' αγαπώ και σε μισώ. Είσαι ο εχθρός μου, είσαι ο φίλος μου. Ή η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία μου, οι τάσεις, η δουλειά μου, η θέση μου, το κύρος μου, η γυναίκα μου, το παιδί μου, η χώρα μου και η χώρα σου, ο θεός μου και ο θεός σου - όλα αυτά είναι το κομμάτιασμα της σκέψης. Και αυτή η σκέψη "κοιτάζει" την ολική κατάσταση του φόβου ή προσπαθεί να την κοιτάξει και την απλοποιεί σε κομμάτια. Άρα λοιπόν βλέπουμε ότι ο νους μπορεί να κοιτάξει αυτό τον ολικό φόβο μόνο όταν δεν υπάρχει κίνηση της σκέψης.
Το ξεπέρασμα του φόβου
Μπορείς να παρακολουθήσεις το φόβο χωρίς προκαθορισμένα συμπεράσματα, χωρίς καμία παρέμβαση της γνώσης που έχεις συσσωρεύσει γι' αυτόν; Αν δεν μπορείς, τότε αυτό που παρακολουθείς είναι το παρελθόν, όχι ο φόβος: Αν μπορείς, τότε παρακολουθείς το φόβο για πρώτη φορά χωρίς την παρέμβαση του παρελθόντος.
Μπορείς να "παρακολουθήσεις" μόνο όταν το μυαλό είναι πολύ ήρεμο, όπως μπορείς να ακούσεις τι λέει κάποιος μόνο όταν το μυαλό σου δεν φλυαρεί συνεχίζοντας διάλογο μέσα του για τα δικά του προβλήματα και άγχη. Μπορείτε με τον ίδιο τρόπο να κοιτάξετε το φόβο χωρίς να σκεφτείτε το αντίθετό του; Έχετε το θάρρος να τον κοιτάξετε πραγματικά και να μην προσπαθήσετε να ξεφύγετε; Όταν λέτε "πρέπει να τον ελέγξω, πρέπει να τον ξεφορτωθώ, πρέπει να τον καταλάβω" προσπαθείτε να ξεφύγετε.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα σύννεφο ή ένα δέντρο ή ένα ποτάμι που τρέχει, μ' ένα αρκετά ήρεμο μυαλό γιατί δεν είναι πολύ σημαντικά για σας, αλλά το να παρακολουθήσεις τον εαυτό σου είναι πολύ πιο δύσκολο γιατί εκεί οι απαιτήσεις είναι τόσο ουσιαστικές, οι αντιδράσεις τόσο γρήγορες. Έτσι, λοιπόν, όταν είστε άμεσα σε επαφή με το φόβο ή την απελπισία, τη μοναξιά ή τη ζήλια, ή όποια άλλη άσχημη κατάσταση του νου, μπορείτε να την κοιτάξετε τόσο ολοκληρωμένα ώστε το μυαλό σας να γίνει τόσο ήρεμο ώστε να τη δει;
Μπορεί το μυαλό να διακρίνει το φόβο από τις διαφορετικές μορφές φόβου - να "δεις" τον ολικό φόβο, και όχι αυτό που φοβάσαι; Αν κοιτάξεις μόνο τις λεπτομέρειες του φόβου ή προσπαθήσεις να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου έναν έναν, δεν θα φτάσεις ποτέ στο κύριο θέμα που είναι να μάθεις να ζεις με το φόβο.
Το να ζεις με ένα τέτοιο ζωντανό πράγμα όπως είναι ο φόβος απαιτεί ένα μυαλό και μία καρδιά εξαιρετικά ικανά, εντελώς ανοιχτά, χωρίς προκατασκευασμένα συμπεράσματα ώστε να μπορούν να παρακολουθούν κάθε κίνηση του φόβου. Τότε, αν τον παρατηρήσεις και ζήσεις μ' αυτόν - και για να γίνει αυτό δεν παίρνει μια ολόκληρη μέρα, μπορεί να πάρει ένα λεπτό ή ένα δευτερόλεπτο για να γνωρίσεις όλη τη φύση του φόβου - αν ζήσεις μαζί του τόσο ολοκληρωτικά, θα ρωτήσεις αναπόφευκτα: Ποια είναι αυτή η ύπαρξη που ζει με το φόβο; Ποιος είναι αυτός που παρακολουθεί το φόβο, που παρακολουθεί όλες τις κινήσεις των διαφόρων μορφών φόβου και ξέρει συγχρόνως και το κεντρικό γεγονός του φόβου; Είναι ο παρατηρητής ένα νεκρό ον, ένα στατικό ον, που έχει συσσωρεύσει τόση πολύ γνώση και πληροφορίες για τον εαυτό του και είναι αυτό το νεκρό πράγμα που παρατηρεί και ζει με την κίνηση του φόβου; Είναι ο παρατηρητής, το παρελθόν ή ένα ζωντανό πράγμα; Ποια είναι η απάντησή σου; Μην απαντήσεις σε μένα. Απάντησε στον εαυτό σου. Είσαι ο παρατηρητής, ένα νεκρό ον, που παρατηρεί ένα ζωντανό πράγμα ή είσαι εσύ ένα ζωντανό πράγμα που παρατηρεί ένα άλλο ζωντανό πράγμα; Γιατί στον παρατηρητή υπάρχουν και οι δύο καταστάσεις.
Ο παρατηρητής είναι ο λογοκριτής που δεν θέλει το φόβο: Ο παρατηρητής είναι το σύνολο των εμπειριών του για το φόβο. Έτσι, ο παρατηρητής δεν έχει επαφή με αυτό που ονομάζει φόβο. Υπάρχει απόσταση μεταξύ τους. Προσπαθεί πάντα να τον υπερνικήσει ή να ξεφύγει απ' αυτόν και άρα δημιουργείται αυτή η συνεχής μάχη μεταξύ του εαυτού του και του φόβου - αυτή η μάχη που είναι τόσο μεγάλη σπατάλη ενέργειας.
Καθώς παρακολουθείς, μαθαίνεις ότι ο παρατηρητής είναι απλά ένας σωρός από ιδέες και αναμνήσεις χωρίς καμία αξία ή ουσία. Ενώ ο φόβος είναι μία πραγματικότητα και προσπαθείς να καταλάβεις ένα γεγονός με μία αφηρημένη έννοια πράγμα το οποίο βέβαια δεν είναι δυνατόν. Αλλά στην πραγματικότητα είναι ο παρατηρητής που λέει "φοβάμαι", τίποτα διαφορετικό από αυτό που παρατηρεί, που είναι ο φόβος; Ο παρατηρητής είναι φόβος και όταν αυτό έχει κατανοηθεί δεν υπάρχει πια άλλο σκόρπισμα ενέργειας στην προσπάθεια να απαλλαχθείς από τον φόβο, και η χωροχρονική απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου εξαφανίζεται. Όταν καταλάβεις ότι είσαι ένα μέρος του φόβου σου και όχι ξεχωριστός απ' αυτόν - ότι είσαι φόβος - τότε δεν έχεις να κάνεις τίποτα γι' αυτό: τότε ο φόβος τελειώνει ολοκληρωτικά.
Απόσπασμα από το βιβλίο
"Κρισναμούρτι Η απελευθέρωση απ' το άγνωστο"
Εκδόσεις Καστανιώτη
1985
Μωυσής