Μια φορά κι έναν καιρό ήταν... η Χρυσομαλλούσα...
Σήμερα, τα παραμύθια έχουν "τελειώσει"... Οι βασιλοπούλες και οι πρίγκιπες "σβήστηκαν" στο πέρασμα του χρόνου... Σήμερα κοιμόμαστε αγκαλιά με ένα... laptop και διαδικτυακά κάνουμε ταξίδια στη χώρα της αμφιβολίας και του άγχους... Ίσως, τα έχουμε ανάγκη τα παραμύθια εκείνα.... Ίσως, έχουμε ανάγκη να θυμόμαστε τα χρόνια εκείνα της ανεμελιάς και της παιδικής αθωότητας...

Κόκκινη κλωστή κλωσμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δως της κότσο να γυρίσει
παραμύθι ν΄αρχινίσει...
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε μια ευγενική πεντάμορφη κοπέλα με ολόχρυσα μαλλιά. Μια μέρα, πέρασε έξω από το σπίτι της το βασιλόπουλο της χώρας και σαν είδε την πεντάμορφη Χρυσομαλλούσα, θαμπώθηκαν τα μάτια του από την λάμψη των μαλλιών της και της είπε:

Η Χρυσομαλλούσα περίμενε χρόνια να γυρίσει το βασιλόπουλο. Μια μέρα, συνάντησε στον δρόμο της μια φτωχιά γυναικούλα. Από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
- Τι έχεις, καλή γυναίκα; τη ρώτησε.
- Αχ, έχω το παιδάκι μου άρρωστο και δεν μπορώ να το γιατρέψω γιατί δεν έχω λεφτά να πληρώσω τα φάρμακα και το γιατρό.
Η Χρυσομαλλούσα στενοχωρέθηκε που δεν είχε χρήματα να βοηθήσει τη φτωχή, μα ξαφνικά της φώναξε:
- Στάσου, περίμενε μια στιγμή.
Και η Χρυσομαλλούσα έτρεξε στο σπιτικό της, πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε τα χρυσά της μαλλιά.
- Να! είπε στην πονεμένη μάνα. Πάρε τα μαλλιά μου. Είναι από καθαρό χρυσάφι. Πούλησέ τα στη χώρα και με τα χρήματα που θα πάρεις θα γιατρέψεις το άρρωστο παιδάκι σου.
- Αχ! Γιατί το έκανες αυτό, Χρυσομαλλούσα μου; είπε κλαίγοντας η γυναίκα. Γιατί έκοψες τα ολόχρυσα μαλλάκια σου;
- Δεν πειράζει, είπε η Χρυσομαλλούσα. Πήγαινε στο καλό και φρόντισε το άρρωστο παιδάκι σου.
Σε λίγες μέρες, να και το βασιόπουλο. Γύρισε από το μακρινό του ταξίδι και πήγε να πάρει τη Χρυσομαλλούσα. Σαν την είδε όμως χωρίς τα χρυσά της μαλλιά, της είπε:
- Χρυσομαλλούσα, που είναι τα χρυσά σου μαλλάκια; Πως να σε πάρω τώρα έτσι στο παλάτι;
- Δεν πειράζει, είπε η Χρυσομαλλούσα, μη με πάρεις. Και δεν έβγαλε άλλη λέξη από το στόμα της.
Το βασιλόπουλο έφυγε πολύ λυπημένο. Καθώς περπατούσε στο δρόμο, πέρασε μπροστά από ένα μαγαζί που πουλούσαν χρυσαφικά και είδε κρεμασμένες δυο μεγάλες κοτσίδες από ολόχρυσα μαλλιά.
- Τι είναι αυτά τα μαλλιά; ρώτησε το χρυσοχόο.
- Αχ, καλό μου βασιλόπουλο, είπε εκείνος. Τα μαλλιά αυτά μου τα έφερε και μου τα πούλησε μια πονεμένη μάνα. Της τα χάρισε η πεντάμορφη Χρυσομαλλούσα για να την βοηθήσει να γιατρέψει το άρρωστο παιδάκι της.
Μόλις το άκουσε αυτό το βασιλόπουλο, έτρεξε πίσω στο σπίτι της Χρυσομαλλούσας.
- Χρυσομαλλούσα, της είπε. Συχώρεσέ με που σου φέρθηκα άσχημα. Έμαθα όλη την ιστορία. Μα δε με πειράζει που χάρισες τα χρυσά σου μαλλάκια. Εμένα μου φτάνει η χρυσή σου καρδιά, που είναι γεμάτη καλοσύνη. Έλα μαζί μου στο παλάτι.

Ψέματα κι αλήθεια
έτσι είν, τα παραμύθια.
Ούτε εγώ ήμουν εκεί
ούτε σεις να το πιστέψετε.
έτσι είν, τα παραμύθια.
Ούτε εγώ ήμουν εκεί
ούτε σεις να το πιστέψετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου