Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

κλειστό παράθυρο

κλειστό παράθυρο


Μία μικρή μονοκατοικία στην Αθήνα, κατοικημένη, αλλά με ίχνη εγκατάλειψης ιδιαίτερα εμφανή στον κήπο. Ίσως λόγω ηλικίας των αγνώστων ενοίκων του σκέφτηκες.  Ένα κουνέλι κούρνιαζε σε μια γωνιά, κάποιες καρέκλες πλαστικές σκόρπιες, μία μπάλα σε μία άκρη.
 Όμως την προσοχή σου τράβηξε το περβάζι ενός κλειστού παραθύρου.  Εκεί, κάποια παιχνίδια αφημένα (ή με προσοχή τοποθετημένα;) και κάποιοι κάκτοι…  Όσες φορές ξαναπέρασες η εικόνα του παραθύρου ήταν ίδια.  Στάθηκες κι έβγαλες μία φωτογραφία με το κινητό πίσω από τα κάγκελα.


 
Ήθελες ν’ αποτυπωθεί  το κόκκινο αυτοκίνητο, ιδιαίτερα όμως εκείνο το άσπρο καρουσέλ.  Ξαναφωτογράφισες  για σιγουριά:  να φαίνεται καθαρά το άσπρο καρουσέλ.
 
 
 
Δεν ήξερες την ιστορία του παραθύρου, αλλά δεν ήθελες και να υποθέσεις. Ήταν κάτι μεταξύ της διακριτικότητας και του σεβασμού που πρέπει να δείχνεις στα πάντα κλειστά παραθυρόφυλλα, αλλά κυρίως ή ενδόμυχη επιθυμία να μείνει η ιστορία του άγνωστη: τυχόν  χαρές και πίκρες, στα ψέματα και στις αλήθειες, τότε που άνοιγε στον αέρα και στο φως.
Όμως μετά, παίζοντας, έδωσες στο παράθυρο και στα αντικείμενα διάφορα  χρώματα, φώτα και σκιές, όπως έχουν τα συναισθήματα. 
  

    
 

 
 

 
 


Ίσως σαν νά 'θελες να ξαναζωντανέψουν εκείνα τα αφημένα παιχνίδια, όπως σε κάποια παραμύθια…
 


 
 
 
 
υγ. Βέβαια, ίσως απλά, για εξοικονόμηση πολύτιμου χώρου, ή και για λόγους ασφαλείας από τυχόν διαρρήκτες, πίσω από το κλειστό παράθυρο να βρισκόταν μια ντουλάπα, ένας καθρέφτης... Όπως και νάναι, το παράθυρο σίγουρα θα θυμάται πάντα πως ο ρόλος για τον οποίο φτιάχτηκε, ήταν για να μπορεί ν’ ανοίγει και να επικοινωνεί με το έξω,  χαρίζοντας φως και  ανάσα στο μέσα:)
Φωτογραφίες από κινητό και παίζοντας μαζί τους στην τύχη με το photoshop. Κάντε κλικ πάνω εάν θέλετε να δείτε τις διαφορές στα συναισθήματα.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΑΔΙΚΙΑ...

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΑΔΙΚΙΑ...


Κάποια μέρα συναντήθηκαν η Δικαιοσύνη και η Αδικία κι άρχισαν να καβγαδίζουν για το πώς είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την δικαιοσύνη ή με την αδικία; Η Αδικία υποστήριζε με πάθος ότι είναι καλύτερα να ζει ο κόσμος με την αδικία, ενώ η Δικαιοσύνη έλεγε πως δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα από εκείνο όπου επικρατεί ο νόμος της δικαιοσύνης. Λογομάχησαν, είπε η καθεμία τα δικά της, χωρίς τελικά ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Αδικία να αλλάξουν γνώμη.
Κάποια στιγμή η Αδικία στρέφεται στη Δικαιοσύνη και της προτείνει:
-Αφού δε συμφωνείς μ΄ αυτά που σου λέω, δεν πάμε καλύτερα να κρίνει ένας σοφός γέροντας;
-Πάμε, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήραν το δρόμο και πήγαν και βρήκαν το σοφό γέροντα.
-Θέλουμε να μας λύσεις μια διαφορά, του λέει η Αδικία. Πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
-Τι ποσό βάλατε για στοίχημα, ρώτησε ο σοφός γέροντας.
-Εκατό ρούβλια, απάντησαν κι οι δυο μ΄ ένα στόμα.
-Λοιπόν, Δικαιοσύνη, λέει τότε ο σοφός γέροντας, πρέπει να ξέρεις πως έχασες το στοίχημα. Σήμερα ζεις καλύτερα με την αδικία!
Η Δικαιοσύνη έβγαλε από την τσέπη της εκατό ρούβλια και τα έδωσε στην Αδικία, λέγοντας πως δεν την έπεισε ο σοφός γέροντας και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερα να ζει κανείς σε συνθήκες δικαιοσύνης.
-Αφού δεν πείστηκες, λέει η Αδικία, έλα να πάμε στο δικαστή. Αν κερδίσεις εσύ το στοίχημα, θα σου δώσω χίλια ρούβλια. Αν, όμως, κερδίσω εγώ, δε θέλω λεφτά –αλλά θα σου βγάλω τα μάτια. Συμφωνείς;
-Συμφωνώ!, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήγαν στο δικαστή και τον ρώτησαν πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
Ο δικαστής έδωσε την ίδια απάντηση:
-Σήμερα ζει κανείς καλύτερα με την αδικία.
Τότε η Αδικία έβγαλε τα μάτια της Δικαιοσύνης, τα πήρε κι έφυγε.
 Η Δικαιοσύνη έμεινε έτσι τυφλή. Μιας και δεν έβλεπε, πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να ψαχουλεύει στο δρόμο, για να μη σκοντάψει και πέσει.
Περπάτησε, περπάτησε όλη μέρα και, κάποια στιγμή, όταν νύχτωσε, έφτασε μπροστά σ΄ ένα βάλτο.
Κουρασμένη όπως ήταν, ξάπλωσε στην άκρη του βάλτου, στο χορτάρι, για να ξαποστάσει. Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν πάνω στο βάλτο οι σατανάδες. Ο αρχισατανάς άρχισε να ρωτάει έναν έναν τους σατανάδες τι έκαναν εκείνη τη μέρα.
-Εγώ, λέει ένας σατανάς, κατέστρεψα την ψυχή ενός ανθρώπου.
-Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έσπρωξα έναν άνθρωπο να κάνει μια μεγάλη αμαρτία.
Κάποια στιγμή πετάγεται κι η Αδικία και λέει θριαμβευτικά:
-Εγώ έβαλα δυο φορές στοίχημα με τη Δικαιοσύνη. Στο πρώτο κέρδισα εκατό ρούβλια και στο δεύτερο της έβγαλα τα μάτια!
-Για τα εκατό ρούβλια αξίζεις συγχαρητήρια που τα κέρδισες, της λέει ο αρχισατανάς. Αλλά για τα μάτια που πήρες δεν κέρδισες και τίποτα το σπουδαίο. Αν η Δικαιοσύνη τρίψει τα μάτια της με το χορτάρι που φυτρώνει εδώ, θα ξαναβρεί το φως της. Η Δικαιοσύνη άκουσε τα λόγια του αρχισατανά και χάρηκε.
Σε λίγο λάλησε ο πετεινός κι η συμμορία των σατανάδων βυθίστηκε και χάθηκε μέσα στο βάλτο. Τότε, η Δικαιοσύνη έκοψε μια φούντα χορτάρι κι άρχισε να τρίβει τις άδειες κόγχες των ματιών της. Και το θαύμα έγινε. Στις κόγχες εμφανίστηκαν και πάλι τα δυο αστραφτερά της μάτια. Έτσι, η Δικαιοσύνη ξαναβρήκε το φως της, πέταξε το ραβδί και πήρε το δρόμο του γυρισμού, αφού έβαλε στο ταγάρι και λίγο θαυματουργό χορτάρι.
Εκείνον τον καιρό είχε χάσει το φως της η κόρη του άρχοντα της χώρας. Απελπισμένος ο άρχοντας έβγαλε φιρμάνι, που έλεγε πως οποίος της ξαναδώσει το φως της θα την πάρει για γυναίκα του.
Άκουσε κι η Δικαιοσύνη για το φιρμάνι και πήγε στο παλάτι. Έτριψε τα μάτια της κοπέλας με το θαυματουργό χορτάρι και της ξανάδωσε το φως.
-Τι θέλεις να σου δώσω για αντάλλαγμα για το καλό που μου κανες; Ζήτησε ό, τι θέλεις και θα το έχεις!, της είπε ο άρχοντας.
-Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα! του είπε ταπεινά η Δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι να καταργήσεις τους νόμους της αδικίας και να αφήσεις τον κόσμο να ζει σε συνθήκες δικαιοσύνης. Αν δεν το κάνεις, η κόρη σου θα ξαναχάσει το φως της. Το ίδιο και συ κι όλοι εδώ μέσα στο παλάτι!
Ο άρχοντας, που στην αρχή δεν ήθελε να καταργήσει τους νόμους της αδικίας, τρόμαξε απ΄ αυτά που άκουσε. Έβγαλε φιρμάνι που καταργούσε όλους τους άδικους νόμους. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει και να κυβερνήσει χωρίς την αδικία, σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα μαζί με την οικογένειά του.
Έτσι, απαλλαγμένοι από την αδικία και από τον άρχοντα-τύραννο, οι κάτοικοι αυτής της μακρινής χώρας άρχισαν να ζουν μια νέα ζωή, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, χωρίς μίση, πολέμους, σκοτωμούς και κακουργήματα.
Ομόφωνα διάλεξαν για αρχηγό της χώρας τη Δικαιοσύνη, που, για να κρίνει σωστά κι ανεπηρέαστα, δίκαζε πάντα με δεμένα μάτια και με τη ζυγαριά στο χέρι.
Από τότε οι άνθρωποι έτσι ακριβώς απεικονίζουν τη Δικαιοσύνη: με δεμένα μάτια και με μια ζυγαριά στο χέρι.

 "Ρωσικό λαϊκό παραμύθι"

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν... η Χρυσομαλλούσα...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν... η Χρυσομαλλούσα...

Όλοι μας έχουμε ταξιδέψει στον κόσμο των παραμυθιών... Όλοι έχουμε φανταστεί  τον εαυτό μας πρωταγωνιστή σε κάποιο παραμύθι που διαβάσαμε είτε σαν βασιλόπουλα, είτε σαν πριγκίπισσες... Όλοι μας κάποτε αποκοιμηθήκαμε ακούγοντας τη μαμά ή την γιαγιά μας να μας λέει το δικό της παραμύθι...
Σήμερα, τα παραμύθια έχουν "τελειώσει"... Οι βασιλοπούλες και οι πρίγκιπες "σβήστηκαν" στο πέρασμα του χρόνου...  Σήμερα κοιμόμαστε αγκαλιά με ένα... laptop και   διαδικτυακά κάνουμε ταξίδια στη χώρα της αμφιβολίας και του άγχους... Ίσως, τα έχουμε ανάγκη τα παραμύθια εκείνα....
Ίσως, έχουμε ανάγκη να θυμόμαστε τα χρόνια εκείνα της ανεμελιάς και της παιδικής αθωότητας... 
 παραμύθι-Μια φορά κι έναν καιρό

Κόκκινη κλωστή κλωσμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δως της κότσο να γυρίσει
παραμύθι ν΄αρχινίσει...

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε μια ευγενική πεντάμορφη κοπέλα με ολόχρυσα μαλλιά. Μια μέρα, πέρασε έξω από το σπίτι της το βασιλόπουλο της χώρας και σαν είδε την πεντάμορφη Χρυσομαλλούσα, θαμπώθηκαν τα μάτια του από την λάμψη των μαλλιών της και της είπε:
 παραμύθι-Μια φορά κι έναν καιρό
- Χρυσομαλλούσα! Τώρα είμαι περαστικός από δω. Πηγαίνω σε μακρινό ταξίδι. Σαν θα γυρίσω όμως, θα σε πάρω μαζί μου στο παλάτι και θα σε κάνω βασιλοπούλα.
Η Χρυσομαλλούσα περίμενε χρόνια να γυρίσει το βασιλόπουλο. Μια μέρα, συνάντησε στον δρόμο της μια φτωχιά γυναικούλα. Από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
- Τι έχεις, καλή γυναίκα; τη ρώτησε.
- Αχ, έχω το παιδάκι μου άρρωστο και δεν μπορώ να το γιατρέψω γιατί δεν έχω λεφτά να πληρώσω τα φάρμακα και το γιατρό.
Η Χρυσομαλλούσα στενοχωρέθηκε που δεν είχε χρήματα να βοηθήσει τη φτωχή, μα ξαφνικά της φώναξε:
- Στάσου, περίμενε μια στιγμή.
Και η Χρυσομαλλούσα έτρεξε στο σπιτικό της, πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε τα χρυσά της μαλλιά.

παραμύθι-Μια φορά κι έναν καιρό
 - Να! είπε στην πονεμένη μάνα. Πάρε τα μαλλιά μου. Είναι από καθαρό χρυσάφι. Πούλησέ τα στη χώρα και με τα χρήματα που θα πάρεις θα γιατρέψεις το άρρωστο παιδάκι σου.
- Αχ! Γιατί το έκανες αυτό, Χρυσομαλλούσα μου; είπε κλαίγοντας η γυναίκα. Γιατί έκοψες τα ολόχρυσα μαλλάκια σου;
- Δεν πειράζει, είπε η Χρυσομαλλούσα. Πήγαινε στο καλό και φρόντισε το άρρωστο παιδάκι σου.
Σε λίγες μέρες, να και το βασιόπουλο. Γύρισε από το μακρινό του ταξίδι και πήγε να πάρει τη Χρυσομαλλούσα. Σαν την είδε όμως χωρίς τα χρυσά της μαλλιά, της είπε:
- Χρυσομαλλούσα, που είναι τα χρυσά σου μαλλάκια; Πως να σε πάρω τώρα έτσι στο παλάτι;
- Δεν πειράζει, είπε η Χρυσομαλλούσα, μη με πάρεις. Και δεν έβγαλε άλλη λέξη από το στόμα της.
Το βασιλόπουλο έφυγε πολύ λυπημένο. Καθώς περπατούσε στο δρόμο, πέρασε μπροστά από ένα μαγαζί που πουλούσαν χρυσαφικά και είδε κρεμασμένες δυο μεγάλες κοτσίδες από ολόχρυσα μαλλιά.
- Τι είναι αυτά τα μαλλιά; ρώτησε το χρυσοχόο.
- Αχ, καλό μου βασιλόπουλο, είπε εκείνος. Τα μαλλιά αυτά μου τα έφερε και μου τα πούλησε μια πονεμένη μάνα. Της τα χάρισε η πεντάμορφη Χρυσομαλλούσα για να την βοηθήσει να γιατρέψει το άρρωστο παιδάκι της.
Μόλις το άκουσε αυτό το βασιλόπουλο, έτρεξε πίσω στο σπίτι της Χρυσομαλλούσας.
- Χρυσομαλλούσα, της είπε. Συχώρεσέ με που σου φέρθηκα άσχημα. Έμαθα όλη την ιστορία. Μα δε με πειράζει που χάρισες τα χρυσά σου μαλλάκια. Εμένα μου φτάνει η χρυσή σου καρδιά, που είναι γεμάτη καλοσύνη. Έλα μαζί μου στο παλάτι.
  παραμύθι-Μια φορά κι έναν καιρό
 Και το βασιλόπουλο, πήρε μαζί του τη Χρυσομαλλούσα στο παλάτι. Σε λίγο καιρό έγιναν οι γάμοι. Όλοι οι καλεσμένοι καμάρωναν τη βασιλοπούλα, που τώρα πια δεν είχε τα χρυσά μαλλιά της, μα είχε σαν όλους τους ανθρώπους ξανθές μεταξένιες πλεξούδες.

Ψέματα κι αλήθεια
έτσι είν, τα παραμύθια.
Ούτε εγώ ήμουν εκεί
ούτε σεις να το πιστέψετε.

Mια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκαν κάμποσες τρελοπεταλουδίτσες...

Mια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκαν κάμποσες τρελοπεταλουδίτσες...

petaloudes-πεταλούδες=
Mια φορά κι έναν καιρό σε μια δροσερή ρεματιά γεννήθηκαν κάμποσες τρελοπεταλουδίτσες:
άσπρες, κίτρινες, γαλάζιες, κόκκινες και παρδαλές με χρωματιστές βούλες. Πετούσαν χαρούμενες εδώ κι εκεί. Ένα φόβο είχαν μονάχα. Φοβόντουσαν τα πουλάκια που τις κυνηγούσαν. Οι καημένες δεν μπορούσαν να χαρούν αμέριμνα τις ομορφιές της Άνοιξης. Ο φόβος του εχθρού βασάνιζε την μικρή τους ύπαρξη. Μια καλή Ηλιαχτίδα τότε, που λυπήθηκε πολύ τις φτωχές πεταλουδίτσες, θέλησε να τις προστατέψει.– Μικρές πεταλουδίτσες μου, τους είπε, σαν βλέπετε κίνδυνο να μη σας πιάνει πανικός και τα χάνετε. Κρατάτε την ψυχραιμία σας. Προσπαθήστε σε περίπτωση κινδύνου να βρίσκει η καθεμιά το κατάλληλο καταφύγιο. Και να κρύβεστε. – Το κατάλληλο καταφύγιο; Και ποιο είναι καλή μας Ηλιαχτίδα; – Η καθεμιά πρέπει να τρέχει και να κρύβεται στο μέρος, στο λουλούδι, στο φύλλο, που ταιριάζει με το χρώμα της. Με το χρώμα των φτερών της. Τότε ο εχθρός δε θα μπορεί εύκολα να σας ξεχωρίσει. – Για εξήγησέ μας καλύτερα Ηλιαχτίδα.
– Εσύ για παράδειγμα Κοκκινόφτερη πεταλουδίτσα, να τρέχεις και να χώνεσαι μέσα σε ένα κόκκινο λουλούδι. Σε μια παπαρούνα, σε ένα άνθος ροδιάς, σε ένα κόκκινο γεράνι ή σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
petaloudes-πεταλούδες=
– Κι εγώ πού να πηγαίνω; ρώτησε μια λευκή πεταλουδίτσα. – Εσύ Λευκόφτερη να τρέχεις στα κρίνα ή στα άσπρα τριαντάφυλλα ή τ΄ άσπρα γαρίφαλα.
petaloudes-πεταλούδες=
– Κι εγώ θα τρέχω στα κίτρινα ανθάκια, στις κίτρινες μαργαρίτες, είπε η Κιτρινόφτερη πεταλουδίτσα.
  petaloudes-πεταλούδες
– Μα βέβαια. Τώρα καταλάβατε όλες το μάθημά σας.
– Καταλάβαμε και σ΄ ευχαριστούμε, καλή μας Ηλιαχτίδα.
– Για να σ΄ ευχαριστήσουμε τώρα θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε προς τιμή σου. Κι οι χρωματιστές πεταλουδίτσες άρχισαν τότε ένα χαρούμενο πεταχτό χορό, τραγουδώντας. Ξαφνικά άκουσαν φτερουγίσματα και κάμποσα πουλάκια πέταξαν προς το μέρος τους.
– Κίνδυνος! Κίνδυνος! Κρυφτείτε πεταλουδίτσες!
Τρέξε Κοκκινόφτερη στην Παπαρουνίτσα!
Πέταξε Λευκόφτερη μέσα στ΄ άσπρο κρίνο!
Κίτρινη, στην κίτρινη τρέξε μαργαρίτα!
Κι εσύ Γαλανόφτερη στο γαλάζιο μενεξέ!
petaloudes-πεταλούδες=
Έτσι τους φώναξε η φίλη τους Ηλιαχτίδα. Κρύφτηκαν οι πεταλουδίτσες. Πέρασε ο κίνδυνος και ξαναβγήκαν να συνεχίσουν το χορό τους...

Ε. Παλαιολόγου - Πετρώνδα

Μια φορά κι έναν καιρό... η γη αρρώστησε...

Μια φορά κι έναν καιρό... η γη αρρώστησε...


γη-earth-παραμύθια

Μια φορά και έναν καιρό η γη αρρώστησε βαριά. Αν έβαζε κάποιος στα σπλάχνα της ένα θερμόμετρο θα ανέβαινε στους 50 βαθμούς!
Η καημένη η γη! Έβηχε τραντάζοντας τους βράχους που και αυτοί με την σειρά τους παράσερναν στο διάβα τους ότι έβρισκαν. Από τον μεγάλο πυρετό κουράστηκε να γυρίζει κι έτσι έμεινε ασάλευτη στο απέραντο διάστημα. Τότε οι άνθρωποι παραξενεμένοι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί. Διότι  οι μισοί βασίλευαν την μέρα, και οι άλλοι μισοί σε μια απέραντη νύχτα. Τα χιόνια έλιωσαν, τα νερά φούσκωσαν, τα ποτάμια έπνιξαν τα ζώα και τα φυτά, αφήνοντας στο πέρασμά τους μια πηχτή λάσπη. Άρχισε τότε να μυρίζει άσχημα παντού και μια σαπίλα έβγαινε από το σώμα της γης. Γιατί όμως κατάντησε έτσι η γη; Τι της κάνανε;
Ο Ήλιος που ήταν παιδικός της φίλος έστειλε τις ζεστές του ακτίνες μήπως την κάνει καλά αλλά δυστυχώς η γη δεν σάλευε. Έστεκε λοιπόν κοντά της λυπημένος, προσπαθώντας να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει ώστε να την βοηθήσει. Σκέφτηκε λοιπόν να φωνάξει τους καλύτερους γιατρούς. Φώναξε, ένα κάτασπρο περιστέρι και έδεσε στο λαιμό του το επείγον μήνυμα.
502393225_2661db1c67_o_large
Εκείνο, πετώντας γρήγορα έφτασε στους γιατρούς. Εκείνοι αποφάσισαν να την εξετάσουν. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το πελώριο κρεβάτι της.
- Πω ! πω! Πίεση! Είπε ο ένας.
- Τεράστια θερμοκρασία! Έλεγε ο άλλος.
- Σφυγμοί χαμηλοί! Είπε ένας τρίτος.
- H γη πεθαίνει! Είπαν όλοι μαζί.
- Κάντε κάτι! Φώναξαν οι άρχοντες πανικόβλητοι. Τι θα γίνουν οι περιουσίες μας, το πετρέλαιο, τα λεφτά μας, τα εργοστάσια;
- Δυστυχώς, απάντησαν οι γιατροί, η γη μας δεν μπορεί να γίνει καλά, διότι όλα αυτά, της αρρώστησαν. Μολύνατε τις θάλασσες, τον αέρα, την φορτώσατε με χιλιάδες αυτοκίνητα, και από το βάρος λύγισε. Κάψατε τα δάση, έχασε το οξυγόνο της, γεμίσατε το σώμα της πληγές, σκάψατε τα σωθικά της, φτιάχνοντας υπόγειους δρόμους, καθημερινά, την ζαλίσατε, και το χειρότερο είναι ότι δέχεστε στο σώμα της καθημερινά ανθρώπους, που άλλοτε ήτανε χαρούμενοι, μα τώρα δεν υπάρχουν πια, διότι εσείς τους σκοτώσατε με τους πολέμους που κάντε μεταξύ σας. Και τα παιδιά; Δεν έχετε χρόνο να κάνετε παιδιά. Να κυλιστούν στο χορτάρι, να τραγουδήσουν μέσα στα δάση της, ώστε η χαρά τους να γίνει και δική σας χαρά. Ε λοιπόν, συνέχισαν οι γιατροί, η γη σας βαρέθηκε και αποφάσισε να πεθάνει!
Έτσι είπαν οι γιατροί κι έφυγαν λυπημένοι.
Οι μεγάλοι άρχοντες κοιτάχτηκαν βουβοί και άρχισαν να ρίχνουν ευθύνες ο ένας στον άλλον.
Όμως το θαύμα το έκανε πάλι ο καλός μας ο Θεός. Αφού πρώτα τους άφησε να καταλάβουν το λάθος τους, έστειλε ένα μικρό, αδύνατο παιδάκι, που σκαρφάλωσε πάνω στο πελώριο κρεβάτι της γης και με δάκρυα στα ματάκια του την παρακάλεσε να ζήσει.
Missingyou01_large
Να ζήσει για κείνο και όλα τα υπόλοιπα παιδάκια. Της υποσχέθηκε πως όταν μεγαλώσει θα τα διορθώσει όλα.
Έτσι έγινε το θαύμα. Όπου έπεφταν τα δάκρυα κλείνανε οι πληγές της γης και στη θέση τους φύτρωναν αμυγδαλιές, πασχαλιές και τριανταφυλλιές. Μοσχοβόλησε ο τόπος, η γη άνοιξε τα μάτια της, ο πυρετός έφυγε.
- Εντάξει θα ζήσω, είπε η γη με βροντερή χαρούμενη φωνή. Θα ζήσω μόνο για σας! Για σας τα παιδιά! Μα να θυμάστε την υπόσχεσή σας, συνέχισε γλυκά.
Και ξανάρχισε να στροβιλίζεται στο σύμπαν!
Tumblr_lpviismg3d1qce7vpo1_500_large
από την γιαγιάκα Άννα
http://www.junior.gr

Το άλογο που δάκρυζε...

Το άλογο που δάκρυζε...

Μια φορά και έναν καιρό, όταν το φεγγάρι ασήμωνε τον ουρανό, κι έκανε να λάμπουν τα νερά της θάλασσας, τέσσερα κατάλευκα άλογα κατέβαιναν, καλπάζοντας, μια μεγάλη πλαγιά όπου απλωνόταν η φάρμα μέσα στην οποία ζούσαν, κάπου στην μακρινή Αριζόνα. Ανάμεσα στα δύο μεγάλα δέντρα, μια αιώρα κουνιόταν από το ελαφρό, αεράκι.
Η Ναντίνα, ένα κατάξανθο κοριτσάκι, περίμενε, κρατώντας στα χέρια της τέσσερους μεγάλους κολιέδες με πολύχρωμες χάντρες. Στο δυνατό χλιμίντρισμα των αλόγων, χαμογέλασε. Επιτέλους έφτασαν, σιγοψιθύρισε.
Tumblr_m210mmecuu1qb5esko1_500_large
Εκείνα, φτάνοντας και κουνώντας τις φουντωτές ουρές τους, άνοιξαν τα στόματά τους και έφαγαν με λαιμαργία την ζαχαρίτσα που τα φίλεψε η Ναντίνα και σιωπηλά κατέβασαν το κεφάλι για να τους φορέσει τους κολιέδες. Μια ελαφριά ποτιστική βροχούλα που είχε αρχίσει νωρίτερα,  αργά και σταθερά ολοένα και δυνάμωνε. Το κορίτσι, γρήγορα γρήγορα οδήγησε τα άλογα στο στάβλο, έκλεισε την πόρτα και τα καληνύχτισε. Πέρα μακριά στον ορίζοντα, φάνηκαν μέσα από την βροχή μια σειρά από φώτα. - Έρχεται το βαπόρι. Μου φέρνει τον πατέρα! Φώναξε δυνατά από χαρά και χωρίς να χάσει καιρό, πήρε μια ομπρέλα κι έτρεξε για την προκυμαία. Η βροχή δυνάμωνε όλο και πιο πολύ μα η Ναντίνα δεν έκανε καμία προσπάθεια να προφυλαχτεί από την δυνατή βροχή. Κοιτούσε με αγωνία τον συνωστισμό του καταστρώματος. Νάτος!! Τον ξεχώρισε μετά από πολλή προσπάθεια. Κι εκείνος όμως μέσα στην λαχτάρα του να συναντήσει την κόρη του, την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος που περίμενε στην αποβάθρα. Όταν κατέβηκε από το πλοίο σφιχταγκαλιάστηκαν και πιασμένοι χέρι-χέρι έφτασαν στο ράντσο τους. Η ώρα ήταν ήδη πολύ περασμένη και έπεσαν να κοιμηθούν.
Η μέρα ξημέρωσε χαρούμενη σαν την μικρή Ναντίνα και τον κυρ-Μηνά, τον πατέρα της. Στο ράντσο που έμεναν, υπήρχαν πολλά άλογα, κι  έτσι η μέρα έφευγε πολύ γρήγορα και όμορφα, ταΐζοντας και ιππεύοντάς τα. Πολλές φορές η Ναντίνα τραβούσε τα χαλινάρια στο μικρότερο άλογο, τον Αετό, και βιαζόταν να φύγει καλπάζοντας στην απέραντη έκταση.
Στο βάθος του ράντσου υπήρχε μια λίμνη. Εκεί πότιζε τον Αετό η Ναντίνα και καθόταν ώρες ατελείωτες παίζοντας μελωδικά τραγούδια με μια μικρή σάλπιγγα που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της. Έπαιζε τόσο όμορφα και γλυκά που τα πουλιά σταματούσαν το κελάηδισμα τους και ο Αετός δάκρυζε. - Το άλογο μου κλαίει; Παραξενευόταν η μικρούλα.
Μια μέρα κάνοντας την συνηθισμένη βόλτα στην λίμνη και σαλπίζοντας τα αγαπημένα της τραγούδια γύρισε να δει τον Αετό. Αυτό που αντίκριζαν τα μάτια της δεν το πίστευε! Το άλογο είχε καθίσει δίπλα της και χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του όπου έπεφταν στην γη. Εκεί που έπεφταν τα δάκρυα φύτρωναν ολόδροσα λουλούδια ανάμεσα σε ολόλευκα μεγάλα βότσαλα. Το μικρό κορίτσι τα έχασε! Πλησίασε τον Αετό, τον χάιδεψε, τον φίλησε και τότε εκείνο με ανθρώπινη φωνή της είπε:
-  Να ήξερες, αγαπημένη μου Ναντίνα πόσα χρόνια περίμενα αυτήν την στιγμή. Σε παρακαλώ, κόψε και δώσε μου να φάω αυτά τα λουλούδια και ύστερα πάρε τα βότσαλα και ρίξε τα μέσα στην λίμνη και περίμενε να δεις τι θα γίνει.
Tumblr_m018wixute1qeg2eho1_500_large
Η Ναντίνα έκανε ότι της είπε το άλογό της. Και τότε μια μεγάλη λάμψη γέμισε τον ορίζοντα, το άλογο έγινε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο. Τα νερά της λίμνης αναταράχτηκαν κι ένα δυνατό βουητό ακούστηκε.
Tumblr_m1oc6vxscv1qh6ozxo1_400_large
Ένα μεγαλοπρεπέστατο παλάτι παρουσιάστηκε στην μέση της λίμνης και στρατιώτες με χρυσοκόκκινες στολές, ασπίδες και σπαθιά να το φρουρούν ολόγυρα.
Tumblr_leqcsl2d9k1qf4qpho1_500_large
Η Ναντίνα δεν πίστευε αυτό που έβλεπε!!!
Το βασιλόπουλο την αγκάλιασε, την οδήγησε μέσα στο παλάτι, στον βασιλιά πατέρα του και της διηγήθηκε την ιστορία με τα κακά μάγια, την υπομονή της, την αγάπη της και ιδίως την τύχη που είχε ώστε να βρεθεί η σάλπιγγα, που με το μελωδικό σάλπισμά της έκαναν τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια του κι έτσι να λυθούν τα μάγια.
Ο βασιλιάς συγκινημένος του έδωσε την ευχή του να ανέβει στον θρόνο, και  να κυβερνήσει. Του είπε επίσης με πόση σύνεση, καλοσύνη και αγάπη πρέπει να φερθεί στον λαό της χώρας του, και φυσικά δέχτηκε την Ναντίνα να γίνει η μελλοντική βασίλισσα του θρόνου. Οι γάμοι έγιναν μέσα σε μια λαμπρή τελετή και το ευτυχισμένο ζευγάρι καβάλησε ένα ολόλευκο άλογο και τρέχοντας σαν τον άνεμο χάθηκαν στο βάθος του ορίζοντα.

Ξαφνικά ένα δυνατό χλιμίντρισμα ξύπνησε την Ναντίνα...
Tumblr_lzbe9wipwh1qg4j5bo1_500_large
- Θεέ μου! Όνειρο ήταν;...

Η μικρή τεντώθηκε, σηκώθηκε, ετοιμάστηκε.
Μια καινούρια μέρα ξεκινούσε και εκείνη την μέρα είχαν πολύ δουλειά στο ράντσο!

Από την γιαγιάκα Άννα

Αγάπη και Χρόνος...

Αγάπη και Χρόνος...



Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Όλοι τότε την περιγελούσαν και της έλεγαν «εμείς πάντα το λέγαμε ότι μόνο η αγάπη δεν φτάνει».
Αγέρωχη, με ψηλά το κεφάλι, παρά τα δάκρυα που θόλωναν το βλέμμα της, βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μία λαμπρή θαλαμηγό και τον ρωτάει :
«Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος.
«Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία, που επίσης περνούσε από μπροστά της μʼ ένα εντυπωσιακό σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησε με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου», της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Ευδαιμονία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά κι αυτή δεν της έδωσε σημασία. Χαμένη στον γυάλινο κόσμο της ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτήν βοήθεια.
«Λύπη, άφησε με να έρθω μαζί σου»
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη, που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Το Μίσος έριχνε άγριες ματιές στην Αγάπη και η Ειρωνεία μισογελούσε και της μόρφαζε, ενώ συνέχιζαν να κάνουν βόλτες με μια γρήγορη θαλαμηγό, απολαμβάνοντας το θέαμα: το νησί βούλιαζε κι η αγάπη μόνη στʼ ακρογιάλι…

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
«Αγάπη, έλα εδώ. Θα σε πάρω εγώ μαζί μου».
Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε.
Όταν έφτασαν ασφαλείς στην στεριά, ο κύριος την άφησε στο πανέμορφο «λιμανάκι της αγκάλης» και συνέχισε αργά και σίγουρα το δρόμο του.
Η Αγάπη ένοιωσε γεμάτη ευγνωμοσύνη για τον άγνωστο αλλά ήταν τόση η ταραχή της, που ξέχασε να τον ρωτήσει το όνομά του.

Γνωρίζοντας πόσα του χρωστούσε, που τη βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση :
« Γνώση, ποιος με βοήθησε;»
«Ο Χρόνος», της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
« Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».