Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΨΑΧΝΟΥΜΕ...

ΨΑΧΝΟΥΜΕ...

Στα καθημερινά μας προβλήματα κανένας δεν καταλαβαίνει τι ψάχνουμε.Αλήθεια,ξέρουμε τι ζητάμε και πώς θα το φτάσουμε?Ξέρουν ή διαβάζουν αυτοί που αποφασίζουν για μνημόνια,μέτρα και διορθωτικές  αλλαγές,ποια είναι η κατεύθυνση και ο στόχος?Ερωτήματα που μόνο απλά μπορούν να απαντηθούν αλλα και κανένας ξένος οργανισμός δεν μπορεί να περιγράψει τις απαντήσεις σε κανένα χαρτί για να τις επιβάλει.Γιατί η λύση θέλει στόχους,αναδιοργάνωση,καινούρια μυαλά,πρόσωπα άφθαρτα με οράματα και όχι διαχειριστές και φυσικά αναζητά επιτέλους σοβαρότητα.Θα μου πείτε,όλα αυτά τα είχαμε μόνο στα κάδρα και στα όμορφα λόγια και τώρα με κραυγές και έναν άπιαστο κανιβαλισμό προσπαθούμε να περισώσουμε την τιμή μας.Ο απλός κόσμος όμως θέλει λύσεις και οχι πολιτικές γκιλοτίνες στα δικαστήρια των παραθύρων των ΜΜΕ.Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα διακυβέρνησής μας απλά ανακύκλωνε τις προβεβλημένες φάτσες και ψάχνει για ακόμη μια φορά τα εξιλαστήρια θύματα της τωρινής κρίσης του για να περισωθεί.Κάποιοι περιφερειακοί εκπρόσωποί του ίσως πάνε στο τέλος στη φυλακή,για φαινομενικό ξεσκαρτάρισμα.Ο απλός κόσμος θέλει την χαμένη σοβαρότητα.Ψάχνουμε.... απο δελφινι

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ...

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ...

Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές.
Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
 Το πρώτο το 'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το 'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
 Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
 - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
 Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ' ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
 Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.

 Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
 - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
 - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
 - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
 - Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
 - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω...

 Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
 Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
 Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς;
 Έτσι θαρρώ!
 Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
 Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
 Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
 Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα. Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
 Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα' ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη... Βαθιά την αγαπούσε.
 Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν;
 Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
 Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
 Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
 Πως θα σιγουρευόταν;
 Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
 - Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
 Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
 - Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
 - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
 Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
 - Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
 - Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
 Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
 - Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
 Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
 - Μ' αγαπά!
 - Δε μ' αγαπά!
 Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
 - Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
 Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε.

 Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός.
 Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
 Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα...
(Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά)
Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ' άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές.
Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα.
 Το πρώτο το 'λεγαν Αυγερινό, τα' άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που 'χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ' όλα τ' άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το 'λεγαν «Καμάρι τ' Ουρανού».
Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ' απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ' Ουρανού με τ' αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ' άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
 Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας.
 - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή.
- Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.
 Μα το 'χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ' Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ' ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες.
 Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ' ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ' Ουρανού στη Γή!

Όταν συνήλθε απ' την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ' ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του.

 Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.
 - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη.
 - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ;
 - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;
 - Όχι. Από πού έπεσες εδώ;
 - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν' αναστηθώ, εδώ, σ' ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω...

 Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.
 Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ' αργοθρόισμα ακουγόταν.
 Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς;
 Έτσι θαρρώ!
 Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν.
 Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που 'γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ' τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη.
 Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους.
 Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα. Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ' το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.
 Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα' ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη... Βαθιά την αγαπούσε.
 Κι εκείνη το ίδιο άραγε;
Αν καμωνόταν;
 Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε;
 Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
 Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της;
 Πως θα σιγουρευόταν;
 Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως;
Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο.
 - Μ' αγαπά, μουρμούρισε όπως τ' άφηνε να πέσει.
 Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
 - Δεν μ' αγαπά, ψέλλισε βραχνά.
 - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία.
 Μα μες στη μέθη του τα' αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να 'ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία.
 - Μ' αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.
 - Δε μ' αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
 Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.
 - Γιατί; ψιθύριζε τ' άδολο ανθάκι λαβωμένο.
 Μα τ' αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο.
 - Μ' αγαπά!
 - Δε μ' αγαπά!
 Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ' αστέρι.
 - Μ' αγαπά! φώναξε χαρούμενο.
 Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε.

 Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ' άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά.
Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός.
 Άδικα τ' αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ' Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί;
 Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ' της ανατολής τ' ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ' απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα...
(Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά)

Φως στη ζωή μας

Φως στη ζωή μας

Η νέα χρονιά να μας λούσει, να μας γεμίσει Φως.
Να ακολουθήσουμε όλοι το μονοπάτι της ομόνοιας και της ενότητας.
Να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε όλοι συν-υπέυθυνοι για την πλάση γύρω μας.
Να ενδυθούμε την στολή του πολεμιστή του Φωτός και να υλο-ποιήσουμε τα όνειρά μας.
Τα όνειρά μας, που δεν είναι τίποτε παραπάνω από ΑΓΑΠΗ.

Να σας βρίσκουν μόνο καλά και να φοράτε πάντα μεγάλα χαμόγελα!



Ο πολεμιστής του φωτός πιστεύει. Επειδή πιστεύει στα θαύματα, αρχίζουν να γίνονται. Αν η φασαρία του κόσμου πνίγει την εσωτερική μας φωνή, αυτό σημαίνει πως έφτασε η στιγμή της μάχης: πρέπει να ξυπνήσουμε τον πολεμιστή του φωτός που κοιμάται μέσα στον καθένα μας και να ξεκινήσουμε την πορεία σ' ένα δρόμο διάσπαρτο με κολακείες και πειρασμούς, ένα μονοπάτι όπου το κάθε βήμα μπορεί να κρύβει τις παγίδες ενός ολόκληρου λαβύρινθου, μια διαδρομή όπου η νίκη έχει το ίδιο πρόσωπο με την ήττα.


Ο πολεμιστής του Φωτός μαθαίνει πάντα από τα λάθη του. Είναι έξυπνος και άξιος στρατηγός. Μια και είναι θνητός δεν είναι αναμάρτητος. Έχει, όμως, την ισχυρή πεποίθηση ότι μόνο μέσα από την επίπονη προσπάθεια θα αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία και θα γίνει νικητής.

Η νίκη του δίνει νόημα στη ζωή του. Στον παροξυσμό του πάθους πιστεύει μόνο στα δικά του πιστεύω. Η πίστη του είναι ακλόνητη! Και δεν επηρεάζεται ακόμα και από τους καλύτερους φίλους του. Δεν τους ακούει; Όχι! Σαν πολεμιστής του Φωτός χρειάζεται να αποκομίσει τις δικές του εμπειρίες, ακόμα και αν αποτύχει.

Είναι ένας άνθρωπος, ικανός να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Έχει την ικανότητα να αναλύει τον εαυτό του και τις καταστάσεις γύρω του. Η αναλυτική του σκέψη βοηθάει την ψυχή του και η ψυχή του βοηθάει το μυαλό του.

Έχει την δύναμη να ξυπνά μέσα του τον άλλο ευατό, αυτόν που πραγματικά μερικές φορές δεν γνωρίζει. Διαθέτει μια μικρή δόση τρέλας μιας και στον πόλεμο και στον έρωτα δεν μπορούν να προβλεφθούν όλα.

Σημασία δεν έχει η μάχη αλλά το αποτέλεσμα του πολέμου, όπου σίγουρα ο κάθε πόλεμος καταστρέφει και φθείρει ακόμα και τον νικητή.

Πόλεμος είναι το πρόβλημα και μάχη η στρατηγική. Για να κερδίσει ο πολεμιστής τον πόλεμο μελετάει με μεγάλη προσοχή τη θέση που έχει σκοπό να κατακτήσει και προσπαθεί να μάθει πού μπορεί να βασίζεται, γιατί γνωρίζει και τα ελαττώματά του και τα προτερήματά του. Έχει πάντα την επιμονή και το κουράγιο να αντιμετωπίζει προκλήσεις και απρόβλεπτες δυσκολίες. Χρησιμοποιώντας την πειθαρχία και την αφοσίωση, ο πολεμιστής του φωτός ενθουσιάζεται για να πραγματώσει το όνειρό του και αποθηκεύει μέσα του απεριόριστη δυνατότητα φαντασίας και αντοχής.

Έχουμε την τάση να δημιουργούμε πολέμους και αυτό γιατί προσπαθούμε να τα πηγαίνουμε καλύτερα με τον εαυτό μας και να τον βελτιώνουμε, προσαρμόζοντας τη ζωή μας στους κανόνες της αρμονίας.

Ο πολεμιστής του Φωτός είναι αυτός που είναι σε θέση να κατανοήσει το θαύμα της ζωής και αγωνίζεται για το τι πιστεύει. Και ενώ κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του πολεμιστή του Φωτός, ο καθένας μπορεί να γίνει!



Έρωτας και Ψυχή

Έρωτας και Ψυχή

Στην Ψυχή δώθηκε ο Έρως, ώστε να μπορεί πάντα να βλέπει την αλήθινή της φύση.
Ο Έρωτας και η Ψυχή είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ  μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα.
Έρωτας και Ψυχή
Αν και ο Θεός Ερως στην αρχαιότητα ήταν υπεύθυνος για τα πάθη πολλών θνητών και μη, τελικά και ο ίδιος δεν γλίτωσε από τα βέλη του. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Ψυχή, μια θνητή που είχε τη φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας. Ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής είναι όμορφος και αποδεικνύει τη δύναμη της αγάπης και του έρωτα στις ζωές όλων.
Η Ψυχή ήταν μια θνητή, κόρη μιας πολύ συνηθισμένης οικογένειας με τρία παιδιά. Ανθρωποι από όλα τα μέρη έρχονταν να επισκεφτούν την Ψυχή και να θαυμάσουν την ομορφιά της, τιμώντας την περισσότερο από τη Θεά Αφροδίτη.
Η Αφροδίτη όταν αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβαινε, αποφάσισε να ζητήσει την παρέμβαση του γιου της Ερωτα, ο οποίος ανέλαβε να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην επιθυμούν την Ψυχή. Ωστόσο, και ο ίδιος ερωτεύτηκε την Ψυχή, στρέφοντας κατά λάθος το βέλος του κατά του εαυτού του.
Τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς της Ψυχής ήταν σαφώς προβληματισμένοι από την έλλειψη μνηστήρων, οπότε αποφάσισαν να στείλουν να πάρουν χρησμό, υποπτευόμενοι ότι κάποιος θεός έχει αναμειχθεί. Στους Δελφούς λοιπόν, ο Απόλλων, υπό την καθοδήγηση του θεού Ερωτα έδωσε χρησμό:
«Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί». Αν και όλοι έπεσαν σε βαθιά θλίψη, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το χρησμό ετοιμάζοντας λαμπρό γάμο με το “τέρας” του βουνού.
Ο γάμος έγινε αλλά η Ψυχή δεν μπορούσε να δει το σύζυγό της, ο οποίος εμφανιζόταν μόνο τα βράδια σε εκείνη και πάντα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος που η Ψυχή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.
Περνούσε υπέροχα μαζί του αλλά προβληματιζόταν γιατί δεν τον είχε δει ποτέ. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει στο πατρικό της, οι αδερφές της ζήλεψαν για την καλή της τύχη και την έπεισαν ότι για να μη θέλει να της φανερωθεί όχι μόνο θα είναι ένα τέρας, αλλά θα θέλει να τη σκοτώσει κιόλας. Ετσι λοιπόν της πρότειναν να τον σκοτώσει εκείνη πρώτη.

Η Ψυχή χάνει τον Ερωτα

 

Η Ψυχή με το λυχνάρι αντικρίζει το πρόσωπο του Ερωτα
Η Ψυχή γύρισε στο παλάτι, και ξάπλωσε με το μυστηριώδη σύζυγό της. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, η ψυχή πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Εγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπο του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο Θεό Ερωτα.
Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Ερωτα. Ο Ερωτας ξύπνησε από τον πόνο και πέταξε μακριά, λέγοντας της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους και ότι δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί πια, αφού αυτή – μια θνητή – είδε το πρόσωπο ενός αθάνατου.
Μετανιωμένη η Ψυχή άρχισε να αναζητά τον Ερωτα παντού, χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μετά από πολλή περιπλάνηση έφτασε σε ναό της θεάς Δήμητρας, η οποία τη συμβούλεψε να παρακαλέσει την Αφροδίτη να την αφήσει να δει το γιο της.
Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Ερωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή από το καυτό λάδι. Ακουσε όμως από τις ικεσίες της Ψυχής και της απάντησε ότι για να δει τον αγαπημένο της,  θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες.
Οι δοκιμασίες ήταν δύσκολες, αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις δυο πρώτες με επιτυχία. Ωστόσο η τελευταία δοκιμασία απαιτούσε να κατέβει στον Άδη και να φέρει το κουτί της Περσεφόνης στην Αφροδίτη. Το κουτί αυτό περιείχε το μαγικό ελιξήριο της ομορφιάς και η Ψυχή απαγορευόταν να το ανοίξει.
Η Ψυχή πήρε το κουτί αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να το ανοίξει για να πάρει λίγο φάρμακο ομορφιάς για τον εαυτό της.  Ωστόσο στο κουτί η Περσεφόνη δεν είχε βάλει κανένα μαγικό φίλτρο που θα μπορούσε να την κάνει πιο όμορφη, αλλά τον Μορφέα, που την έριξε σε βαθύ ύπνο.

 

Ο Ερωτας σώζει την Ψυχή

Όταν ο Έρωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, δραπέτευσε από το παλάτι της Αφροδίτης, πέταξε στον Όλυμπο και παρακάλεσε τον Δία να σώσει την Ψυχή. Ο Δίας συγκινημένος από την αγάπη του θεού Ερωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας στον Ερωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα.
Απουλήιος, Μεταμορφώσεις, V, 23
You might also like:

Το κομμάτιασμα της σκέψης

Το κομμάτιασμα της σκέψης

Μία από τις λειτουργίες της σκέψης είναι το να είναι πάντα απασχολημένη με κάτι. Οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να έχουμε το νου μας συνεχώς απασχολημένο ώστε να εμποδιζόμαστε να δούμε τους εαυτούς μας όπως είμαστε πραγματικά. Φοβόμαστε να  είμαστε άδειοι. Φοβόμαστε να κοιτάξουμε τους φόβους μας.
Στο συνειδητό μπορεί να ξέρεις τους φόβους σου αλλά στα βαθύτερα στρώματα του μυαλού σου τους ξέρεις; Και πως θα ανακαλύψεις τους φόβους σου που είναι κρυμμένοι, μυστικοί; Πρέπει ο φόβος να διαιρεθεί σε συνειδητό και ασυνείδητο; Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ερώτηση. Οι ειδικοί, οι ψυχολόγοι, οι αναλυτές έχουν χωρίσει το φόβο σε βαθιά και σε επιφανειακά στρώματα, αλλά αν ακολουθήσεις αυτά που λένε οι ψυχολόγοι ή αυτά που λέω εγώ, καταλαβαίνεις τις θεωρίες μας τα δόγματά μας, τις γνώσεις μας, δεν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Δεν μπορείς να καταλάβεις τον εαυτό σου με βάση τον Φρόυντ, τον Γιούνγκ ή εμένα. Οι θεωρίες των άλλων ανθρώπων δεν έχουν καμία σημασία. Εσύ ο ίδιος είσαι που πρέπει να κάνεις την ερώτηση: Πρέπει ο φόβος να διαιρεθεί σε συνειδητό και ασυνείδητο; Ή υπάρχει μόνο φόβος που του δίνεις διάφορες μορφές; Υπάρχει μόνο μια επιθυμία: η ίδια η επιθυμία. Εσύ επιθυμείς. Τα αντικείμενα της επιθυμίας αλλάζουν, αλλά η επιθυμία είναι πάντα η ίδια. Ίσως με τον ίδιο τρόπο υπάρχει μόνο φόβος. Φοβάσαι όλων των ειδών τα πράγματα αλλά υπάρχει μόνο ένας φόβος.
Όταν συνειδητοποιήσεις ότι ο φόβος δεν μπορεί να διαιρεθεί, θα δεις ότι έχεις βάλει κατά μέρος μία κι καλή αυτό το πρόβλημα του ασυνείδητου και έτσι θα 'χεις γλιτώσει από τους ψυχολόγους και τους αναλυτές. Όταν καταλάβεις ότι ο φόβος είναι μία και μόνη κίνηση που εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους και όταν δεις την κίνησης και όχι το αντικείμενο στο οποίο πηγαίνει η κίνηση, τότε αντιμετωπίζεις μία "τεράστια" ερώτηση: Πως μπορεί να κοιτάξεις το φόβο χωρίς το κομμάτιασμα που έχει καλλιεργήσει ο νους;
Υπάρχει μόνο ολικός φόβος αλλά πως μπορεί το μυαλό που σκέφτεται κομματιαστά να παρακολουθήσει αυτήν την ολική εικόνα; Μπορεί; Ζούμε τη ζωή μας κομματιασμένα και μπορούμε να κοιτάξουμε αυτό τον ολικό φόβο μόνο μέσα από την τμηματική επεξεργασία της σκέψης. Όλη η διεργασία του μηχανισμού της σκέψης υπάρχει για να διαλύει το κάθε τι σε κομμάτια: Σ' αγαπώ και σε μισώ. Είσαι ο εχθρός μου, είσαι ο φίλος μου. Ή η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία μου, οι τάσεις, η δουλειά μου, η θέση μου, το κύρος μου, η γυναίκα μου, το παιδί μου, η χώρα μου και η χώρα σου, ο θεός μου και ο θεός σου - όλα αυτά είναι το κομμάτιασμα της σκέψης. Και αυτή η σκέψη "κοιτάζει" την ολική κατάσταση του φόβου ή προσπαθεί να την κοιτάξει και την απλοποιεί σε κομμάτια. Άρα λοιπόν βλέπουμε ότι ο νους μπορεί να κοιτάξει αυτό τον ολικό φόβο μόνο όταν δεν υπάρχει κίνηση της σκέψης.
Το ξεπέρασμα του φόβου
Μπορείς να παρακολουθήσεις το φόβο χωρίς προκαθορισμένα συμπεράσματα, χωρίς καμία παρέμβαση της γνώσης που έχεις συσσωρεύσει γι' αυτόν; Αν δεν μπορείς, τότε αυτό που παρακολουθείς είναι το παρελθόν, όχι ο φόβος: Αν μπορείς, τότε παρακολουθείς το φόβο για πρώτη φορά χωρίς την παρέμβαση του παρελθόντος.
Μπορείς να "παρακολουθήσεις" μόνο όταν το μυαλό είναι πολύ ήρεμο, όπως μπορείς να ακούσεις τι λέει κάποιος μόνο όταν το μυαλό σου δεν φλυαρεί συνεχίζοντας διάλογο μέσα του για τα δικά του προβλήματα και άγχη. Μπορείτε με τον ίδιο τρόπο να κοιτάξετε το φόβο χωρίς να σκεφτείτε το αντίθετό του; Έχετε το θάρρος να τον κοιτάξετε πραγματικά και να μην προσπαθήσετε να ξεφύγετε; Όταν λέτε "πρέπει να τον ελέγξω, πρέπει να τον ξεφορτωθώ, πρέπει να τον καταλάβω" προσπαθείτε να ξεφύγετε.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα σύννεφο ή ένα δέντρο ή ένα ποτάμι που τρέχει, μ' ένα αρκετά ήρεμο μυαλό γιατί δεν είναι πολύ σημαντικά για σας, αλλά το να παρακολουθήσεις τον εαυτό σου είναι πολύ πιο δύσκολο γιατί εκεί οι απαιτήσεις είναι τόσο ουσιαστικές, οι αντιδράσεις τόσο γρήγορες. Έτσι, λοιπόν, όταν είστε άμεσα σε επαφή με το φόβο ή την απελπισία, τη μοναξιά ή τη ζήλια, ή όποια άλλη άσχημη κατάσταση του νου, μπορείτε να την κοιτάξετε τόσο ολοκληρωμένα ώστε το μυαλό σας να γίνει τόσο ήρεμο ώστε να τη δει;
Μπορεί το μυαλό να διακρίνει το φόβο από τις διαφορετικές μορφές φόβου - να "δεις" τον ολικό φόβο, και όχι αυτό που φοβάσαι; Αν κοιτάξεις μόνο τις λεπτομέρειες του φόβου ή προσπαθήσεις να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου έναν έναν, δεν θα φτάσεις ποτέ στο κύριο θέμα που είναι να μάθεις να ζεις με το φόβο.
Το να ζεις με ένα τέτοιο ζωντανό πράγμα όπως είναι ο φόβος απαιτεί ένα μυαλό και μία καρδιά εξαιρετικά ικανά, εντελώς ανοιχτά, χωρίς προκατασκευασμένα συμπεράσματα ώστε να μπορούν να παρακολουθούν κάθε κίνηση του φόβου. Τότε, αν τον παρατηρήσεις και ζήσεις μ' αυτόν - και για να γίνει αυτό δεν παίρνει μια ολόκληρη μέρα, μπορεί να πάρει ένα λεπτό ή ένα δευτερόλεπτο για να γνωρίσεις όλη τη φύση του φόβου - αν ζήσεις μαζί του τόσο ολοκληρωτικά, θα ρωτήσεις αναπόφευκτα: Ποια είναι αυτή η ύπαρξη που ζει με το φόβο; Ποιος είναι αυτός που παρακολουθεί το φόβο, που παρακολουθεί όλες τις κινήσεις των διαφόρων μορφών φόβου και ξέρει συγχρόνως και το κεντρικό γεγονός του φόβου; Είναι ο παρατηρητής ένα νεκρό ον, ένα στατικό ον, που έχει συσσωρεύσει τόση πολύ γνώση και πληροφορίες για τον εαυτό του και είναι αυτό το νεκρό πράγμα που παρατηρεί και ζει με την κίνηση του φόβου; Είναι ο παρατηρητής, το παρελθόν ή ένα ζωντανό πράγμα; Ποια είναι η απάντησή σου; Μην απαντήσεις σε μένα. Απάντησε στον εαυτό σου. Είσαι ο παρατηρητής, ένα νεκρό ον, που παρατηρεί ένα ζωντανό πράγμα ή είσαι εσύ ένα ζωντανό πράγμα που παρατηρεί ένα άλλο ζωντανό πράγμα; Γιατί στον παρατηρητή υπάρχουν και οι δύο καταστάσεις.
Ο παρατηρητής είναι ο λογοκριτής που δεν θέλει το φόβο: Ο παρατηρητής είναι το σύνολο των εμπειριών του για το φόβο. Έτσι, ο παρατηρητής δεν έχει επαφή με αυτό που ονομάζει φόβο. Υπάρχει απόσταση μεταξύ τους. Προσπαθεί πάντα να τον υπερνικήσει ή να ξεφύγει απ' αυτόν και άρα δημιουργείται αυτή η συνεχής μάχη μεταξύ του εαυτού του και του φόβου - αυτή η μάχη που είναι τόσο μεγάλη σπατάλη ενέργειας.
Καθώς παρακολουθείς, μαθαίνεις ότι ο παρατηρητής είναι απλά ένας σωρός από ιδέες και αναμνήσεις χωρίς καμία αξία ή ουσία. Ενώ ο φόβος είναι μία πραγματικότητα και προσπαθείς να καταλάβεις ένα γεγονός με μία αφηρημένη έννοια πράγμα το οποίο βέβαια δεν είναι δυνατόν. Αλλά στην πραγματικότητα είναι ο παρατηρητής που λέει "φοβάμαι", τίποτα διαφορετικό από αυτό που παρατηρεί, που είναι ο φόβος; Ο παρατηρητής είναι φόβος και όταν αυτό έχει κατανοηθεί δεν υπάρχει πια άλλο σκόρπισμα ενέργειας στην προσπάθεια να απαλλαχθείς από τον φόβο, και η χωροχρονική απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου εξαφανίζεται. Όταν καταλάβεις ότι είσαι ένα μέρος του φόβου σου και όχι ξεχωριστός απ' αυτόν - ότι είσαι φόβος - τότε δεν έχεις να κάνεις τίποτα γι' αυτό: τότε ο φόβος τελειώνει ολοκληρωτικά.
Απόσπασμα από το βιβλίο
"Κρισναμούρτι Η απελευθέρωση απ' το άγνωστο"
Εκδόσεις Καστανιώτη
1985
Μωυσής