Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ξύλινα φτερά

ξύλινα φτερά

φωτογραφία: Αιμιλία Ιωαννίδου


Αστέγαστη τροπή
κι η ομίχλη βαριά
με μαχαίρια φτερά –
χέρια αδείλιαστα
σαρκοβόρων χειλιών
μιας υποκριτικής αποθέωσης
στην πρώτη της Κρίσης
όταν το πάτωμα επιβεβαιώνει
τη σφαγή των φανταστικών πτηνών
μέσα στον κόσμο
και έξω απ’ αυτόν
σαν πλέγμα αποφυγής
κάθε δράσης και κάθε ορμής.
Δελεάζομαι
με πλήκτρα φωτιά
και ουρά παγωνιού
σε ξύλινη έκφανση
όπως οι ήχοι
απ’ τους βαθείς ουρανούς
με το πρωτότοκο ουρλιαχτό
όταν είπε: «Γενηθήτω»
και έγινες αίμα
και σάρκα μαζί
στων πουλημένων ερώτων
το σφύριγμα και μόνο.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ο αγανακτησμένος Ρωμιός (διασκευή)..

Ο αγανακτησμένος Ρωμιός (διασκευή)..

Σε ελαφρά διασκευή, κατά τα σύγχρονα, του ποιήματος ” Ο Ρωμιός”, του αξεπέραστου Γεωργίου Σουρή. Η σάτιρα κάνει καλό..
Στο καφὲ ἀπ᾿ ἔξω χαλαρά ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν λογαριάζω, κανέναν δὲν κοιτώ.
Σὲ μία πολυθρόνα το πόδι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ κινητό, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
Και ἐμπροστά μου ὁ φραπές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Γερμανούς, Αμερικάνους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
στρίβω τὸ τσιγάρο μου με στυλ πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Ζαγοράκη καὶ τὸν Γκάλη,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο βρίσκω και πάλι,
κι ἀπάνω στὴν πολυθρόνα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Ο Κ. Καβάφης επίκαιρος όσο ποτέ..

Ο Κ. Καβάφης επίκαιρος όσο ποτέ..

Ο σοφός ποιητής μας δεν λάθευε για το τότε, για το τώρα…  Αφιερωμένο στους, για μια ακόμα φορά εφέτος, επίδοξους σωτήρες μας..

Κωνσταντίνος Καβάφης: Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

Filed under: Λογοτεχνία,Πολιτική - Κοινοβουλευτισμός |

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Τι στοργή!


Τι στοργή!

..Πρέπει μερικοί άνθρωποι να καταλάβουν κάποτε..
..ότι τα παιδιά τους δεν είναι ιδιοκτησία τους..
..δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις μερικούς ανθρώπους..
..δεν υπάρχει ζωή για κάποια παιδιά..

Ο ήλιος έπεφτε. Και πως γυάλιζαν οι δυο της ουρανοί στα μάτια!
Συνήθιζα να ανάβω ένα δυο κεριά για να την περιμένω. Στεκόμουν πίσω από την πόρτα. Κι εκείνη έκανε πάντοτε ότι δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί. Πάντοτε ξαφνιαζόταν. Πάντοτε ήταν εκεί πριν σβήσουν τα κεριά. Πάντοτε εκείνη τα έσβηνε. Δεν ήθελε να βλέπει τα κορμιά μας να ενώνονται. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε ερωτευθεί. Ήθελε να μείνει κρυφή η αγάπη. Κάθε φορά γνωριζόμασταν από την αρχή. Κάθε νύχτα γεννιόμουν διαφορετικός. Κοντά της..
Καμιά φορά δάκρυζε..
-"Πόνεσες?"
, ψιθύριζα τρομαγμένος.
-"Ο κόσμος με πονά", απαντούσε κάθε φορά. Και κάθε φορά την παρηγορούσα. Κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Κάθε φορά τη φιλούσα στο μέτωπο. Κάθε φορά άναβα τα κεριά για να τα σβήσει αμέσως εκείνη. Τα άναβα ξανά. Τα έσβηνε βιαστικά. Χαμογελούσε. Κι αυτό μου έφτανε..
...
Ο ήλιος έπεφτε. Και πως έτρεχαν όλες οι θάλασσες από τα δυο της μάτια!
Συνήθιζα να ανάβω ένα δυο κεριά για να την περιμένω. Στεκόμουν πίσω από την πόρτα. Άνοιξε η πόρτα μα εκείνη δεν μπήκε. Ήταν ο άνεμος. Ο άνεμος πάντοτε μου μιλούσε για κείνη. Πάντοτε μιλούσα εγώ στον άνεμο για κείνη. Μου παραπονέθηκε για τον κόσμο που την άφηνε μόνη. Για τα κεριά που έσβηνε λίγο πριν σβήσει εκείνη μέσα μου μ΄ένα ακόμη βογκητό. Για το φόβο της. Για τους φόβους της. Μίλησε για μένα. Για το πάθος μου για κείνη. Για την τρέλα που είχα να εξετάζω λεπτομερώς την ψυχή της. Για το πόσο της άρεσε που ήμουν κοντά της. Για το φόβο της μήπως και τρομάξω από την ασχήμια του εσωτερικού κόσμου της. Έτσι νόμιζε. Που να 'ξερε! Τότε μπήκε 'κει κείνη..
-"Δεν είμαι καλά", ψέλλισε.
-"Το ξέρω", απάντησα.
-"Πως το ξέρεις? Πάλι μίλησες με τον αγέρα?"
-"Με κοροιδεύεις?"
-"Αυτό πιστεύεις?"
-"Τότε?"
-"Δεν αντέχω άλλο. Φεύγω."
-"Που θα πας?"
-"Ζωγράφισα σε ένα χαρτί το δρόμο μου. Αν γνωρίζεις το μονοπάτι, έλα!"
-"Παίζεις με τον πόνο μου!"
-"Όχι. Εσύ δεν κατάλαβες ποτέ το δικό μου!"
-"Μα.. μα.. τι θέλεις να πεις?"
-"Σ' ευχαριστώ."
-"Τι θέλεις να πεις? Σε παρακαλώ, πες μου!"
-"Σ' ευχαριστώ για την αγάπη σου.."
-"Πες μου, σε παρακαλώ!"
-"Για το κουράγιο σου.."
-"Μην εγκαταλείπεις τώρα!"
-"Πάντοτε ένιωθα περήφανη που βαδίζαμε παρέα. Σε θαυμάζω."
-"Σε παρακαλώ, σκέψου και μένα. Μην απογοητεύεσαι!"
-"Κάθε φορά που σε άγγιζα.. Κάθε φορά.."
Σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Πάντοτε ένιωθα ανίκανος να βοηθήσω. Δεν εμπιστευόταν ποτέ κανένα. Αλλά πίστευα ότι θ' αλλάξει. Μια φορά. Τόσα της έχω δώσει. Μια φορά για μένα..
-"Κουράστηκα με τα λόγια. Τόσα έχω κάνει για σένα. Αν δε σε έπεισα μέχρι σήμερα, πως να το κάνω τώρα, σε μια στιγμή?"
-"Δε φταις εσύ!"
-"Ως συνήθως. Όποιος δεν ευθύνεται, αυτός και την πληρώνει!"
-"Σε παρακαλώ! Κατάλαβέ με κι ας μη σου έχω πει τίποτε. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις!"
-"Τι έχεις κορίτσι μου? Για το θεό? Πονάω για σένα! Το ξέρεις!"
-"Πάντοτε σε θαύμαζα για την ακεραιότητά σου. Για τις πληγές που σε γέμισαν από παιδί μικρό, κι όμως με τόση υπομονή κατάφερες και έκλεισες. Εγώ όμως..? Δεν είμαστε το ίδιο. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Και ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω και ποτέ!"
Πλησίασα για να την αγκαλιάσω. Τραβήχτηκε. Τα μαλλιά της κάλυπταν το πρόσωπό της. Τα παραμέρισα. Τραβήχτηκε και πάλι.
-"Είσαι καλά?", τη ρώτησα γι' άλλη μια φορά.
-"Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω τόση ώρα?"
-"Θέλεις να καθίσεις εδώ? Κι αν σε θαμπώνει το λιγοστό φως των κεριών, θα τα σβήσω." -"Ναι, σε παρακαλώ."
-"Δείξε μου το πρόσωπό σου. Γιατί κρύβεσαι κάθε τόσο? Με φοβάσαι?"
-"Εσένα..? Όχι.."
-"Τότε?"
-"Σε παρακαλώ, μη με ρωτάς."
-"Θέλεις να χαζέψουμε το φεγγάρι για λίγο? Καμιά φορά μου μιλά κι αυτό με λόγια όμορφα. Καμιά φορά, μάλιστα, σε βλέπω μέσα του."
Χαμογέλασε.
-"Επίσης, θαυμάζω τον τρόπο σου. Το ρομαντισμό σου που δε χάνεται ούτε στις μεγαλύτερες δυσκολίες."
Πλησίασα να την αγγίξω. Τραβήχτηκε ξανά. Το φεγγάρι φώτισε την άκρη του λαιμού της. Ένα σημάδι.
-"Τι είναι αυτό?", έκανα να παραμερίσω τα μαλλιά της. Τραβήχτηκε άξαφνα πέρα, παραπάτησε κι έπεσε χάμω.
-"Κορίτσι μου, συγγνώμη.." Τώρα κυλιόταν ολόκληρη στο φως του φεγγαριού που έμπαινε ορμητικά από το ανοιχτό παράθυρο. Το πρόσωπό της! Ω, θεέ μου! "Ποιος.. ποιος σου το έκανε αυτό?" Έφερε τα χέρια της γύρω από τα πόδια της. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα. "Σε παρακαλώ, πες μου. Ποιος σου το έκανε αυτό?"
-"Δεν αξίζω να 'μαι δίπλα σου."
Σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Έτρεξα πίσω της. Η κουρτίνα του παραθύρου της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Οι αχτίνες του φεγγαριού γυάλιζαν στο μέταλλο που κρατούσε στο χέρι.
-"Ω.. κορίτσι μου.. δεν είναι αστεία αυτά. Σε παρακαλώ, άσε κάτω το μαχαίρι!"
-"Σε πρόδωσα, συγχώρα με."
-"Όχιιιιιι..", έφυγε άφωνο από τα χείλη μου.
Πότε έφθασα κοντά της! Τα χέρια μου πλημμύρισαν κόκκινα καθώς τη σήκωσα από το πάτωμα. Είχε λιποθυμήσει πριν προλάβει να δοκιμάσει το κρύο μέταλλο στα στήθη της. Καθώς έπεσε μονάχα, σχίστηκε λίγο στα πλάγια της. Άρχισε να συνέρχεται.
-"Κορίτσι μου, τι έκανες? Τι ήταν αυτό?"
-"Το σκότωσα?"
-"Ποιο να σκοτώσεις αγάπη μου? Τι συμβαίνει?"
-"Αυτό που έχω στην κοιλιά μου.."
Το αίμα μου πάγωσε καθώς έδενε με το δικό της που έτρεχε από την πληγή. Άκουσα καλά?
-"Τι.. τι εννοείς? Περιμένεις παιδί? Μα.. π.. πως? Γιατί..?"
Οι λέξεις μπερδεύονταν. Ο κόσμος γύριζε γύρω μου. Ο χρόνος σταμάτησε για λίγο να κυλά.
-"Ξέρεις πως είναι να μη σε σέβονται?"
-"Ξέρω κορίτσι μου. Γνωρίζεις τι έχω περάσει.."
-"Είσαι σίγουρος ότι είναι το ίδιο? Με γέννησε. Με μεγάλωσε με στοργή. Με πολύ στοργή. Με τόσο πολύ στοργή που καμιά φορά ξεπερνούσε και τη δική σου."
-"Τι.. τι λες τώρα?"
-"Για να μου αγοράσει παιχνίδι ήθελε αντάλλαγμα ένα δικό μου παιχνίδι. Ήθελε να μου μάθει πως είναι το σωστό, έλεγε, μην τυχόν και πληγωθώ αργότερα από κάποιον άλλο."
-"Ω, θεέ μου, δε μπορεί να είναι αυτό. Δε μπορεί. Κορίτσι μου.."
-"Μ΄έμαθε να σέβομαι τους άνδρες. Και τα κατάφερνα όπως με βεβαίωνε ο ίδιος. Έλεγε ότι τα κατάφερνα πάρα πολύ καλά μάλιστα."
-"Δεν το πιστεύω.."
-"Θυμάσαι την πρώτη φορά που με έκανες δική σου? Τότε που παραξενεύτηκες πως ήξερα όλα αυτά τα κόλπα, από τη στιγμή, που όπως σου είχα πει, είχα πάει μόνο με έναν άνδρα πριν από σένα."
-"Αγάπη μου.."
-"Αυτός μου τα 'μαθε όλα. Μα δεν τον μίσησα ποτέ. Ξέρεις γιατί? Γιατί είχα εσένα. Μέχρι τότε με είχε πείσει ότι μονάχα εκείνος θα μου προσέφερε αληθινή στοργή, κανείς άλλος δε θα μπορούσε. Κι όμως αγόρι μου, όταν σε γνώρισα, όταν σε έζησα, κατάλαβα τι σημαίνει να σε αγαπούν. Να σε ποθούν φυσιολογικά, όχι βρώμικα. Κατάλαβα τι σημαίνει πραγματική στοργή. Πραγματική έγνοια."
-"Τα κεριά? Για τις πληγές?"
-"Καμιά φορά, τώρα τελευταία ειδικά, αρνιόμουν. Και κείνος με χτυπούσε. Μια φορά μάλιστα, που προσπάθησα να του ξεφύγω, ξέρεις, για να με τιμωρήσει, μου έδειξε τι θα πει αληθινός πόνος. Καταλαβαίνεις? Δεν είμαι αγνή πια. Από πουθενά. Δεν είμαι άνθρωπος εγώ.." Δεν υπήρχαν δάκρυα. Δεν υπήρχε πόνος. Υπήρχε κόλαση. Στα μάτια της. Στα δικά μου. Με κρατούσε τόσο σφιχτά στα χέρια της! "Ποτέ δεν ήθελα να μοιράζεσαι το κορμί μου με κάποιον άλλο. Συ δε μου έλεγες ότι είναι ο ναός της ψυχής μου? Και κάθε φορά που ερχόμουν σε σένα να σκέφτομαι ότι λίγο πριν σε είχα προδώσει!"
-"Δε φταις εσύ καρδιά μου. Το ξέρεις! Είναι αρρωστημένο. Είναι.. είναι.. σε παρακαλώ.. άσε με να κάνω κάτι γι' αυτό."
-"Ο κόσμος είναι άσχημος. Πολύ.."
-"Ο κόσμος είναι όμορφος κορίτσι μου. Πολύ όμορφος. Δεν έχω τη δύναμη να σε κάνω να ξεχάσεις. Δεν είναι εφικτό. Θα φύγεις. Θα φύγουμε."
-"Σε παρακαλώ. Σκέψου το. Δε θα έπαιρνες ποτέ μια πουτάνα στο σπίτι σου. Τόσο καιρό το κάνεις εν αγνοία σου!"
-"Αχ, κορίτσι μου, μη λες τέτοια λόγια.."
Το βλέμμα θολό. Το μυαλό θολωμένο. Τι μπορώ να της πω! Τι μπορώ να κάνω! Δεν αξίζει καν να γράψω για όλο αυτό..
...
Τα χρόνια κύλησαν. Εκείνη γέννησε τον αδελφό της. Την επομένη κιόλας το πρωί πήγα και τον άφησα έξω από τα σκαλιά του σπιτιού των γονιών της. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα της. Κατάλαβε. Το πήρε μέσα. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά.
...
Τα χρόνια κύλησαν. Εγώ κι εκείνη ζούμε ευτυχισμένοι. Ζούμε έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. Έχει λιγότερους ανθρώπους εδώ και φοβάται λιγότερο η αγαπημένη μου.
Τώρα πια γινόμαστε ένα τα βράδυα δίχως να σβήνουμε τα δυο κεριά.
Κι η τελευταία κουβέντα της χθες, πριν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου, ήταν.. "θα γίνεις ένας πολύ στοργικός πατέρας.."

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Οταν ο ρομαντισμος γινεται κομματια...


Οταν ο ρομαντισμος γινεται κομματια...


Υπαρχουν στιγμες οπως αυτη που νιωθω μια ματαιοτητα να με στοιχειωνει.Κι εγω,οπως ολοι,εχω πληγωθει πολυ και συνεχιζω να πληγωνομαι.Κι αυτο γιατι υπαρχει αυτη η νεο-ρομαντικη εκφανση μια λεξης εξι γραμματων : "ερωτας".
Τι ειναι ο ερωτας;Αμφιβαλλω αν εχει βαση στην πραγματικοτητα, αν εχει ερεισματα στον ψυχικο μας κοσμο.Καποτε πιστευα πως ερωτας ειναι οταν σε πιανει ταχυκαρδια στο βλεμμα και μονο του αλλου,οταν ολος ο κοσμος σου περιστρεφεται γυρω του και ολα αυτα τα σαχλο-συναισθηματικα στερεοτυπα που καθιερωθηκαν απο τα παραμυθια ως βαση της αποψης μου για τον ερωτα μεσα στην παιδικη μου ψυχη..
Αλλα μεγαλωνω..και καποτε ισως να ημουν τυφλη..ή απλα παιδι.Ομως τωρα βλεπω καθαρα πως ο ερωτας ειναι ενα δημιουργημα του μυαλου μας και μονο.Ματαια ολα οταν το μυαλο μας παυει να καλλιεργει αυτο το ψευτο-συναισθημα.Τοτε μονο ερχομαστε αντιμετωποι με την αληθεια της ψυχης μας γιατι τοτε ειναι που τη νιωθουμε πιο αδεια απο ποτε..
Ο κοσμος εχει μαθει να πληγωνει..Κι εγω μεσα σε αυτον,πληγωσα ανθρωπους που ηθελαν το καλο μου και δοθηκα σε ανθρωπους που δεν ειχαν ψυχη,ποσο μαλλον αν ειχαν..ποσο αδεια θα ηταν.Ισως σκεφτειτε πως ειμαι τρελη,ομως δεν ειμαι.Ειμαι μια κοπελα που ειδε το ρομαντικο της κοσμο να βιαζεται απο την κυνικοτητα των ανθρωπων..
Φορες σαν αυτη νιωθω σαν να εχουν πεσει οι καταρες του κοσμου πανω μου.Ομως ξερω πως δεν ειναι ετσι,γιατι ειναι οι ανθρωποι η ιδια η καταρα.Δεν ειμαι δυστυχισμενη.Ειμαι ευτυχισμενη που μπορω να ανοιγω την καρδια μου γιατι αυτο ειναι αληθινο ταλεντο.Λυπαμαι ομως για εκεινους που το εκμεταλλευτηκαν αυτο..Λυπαμαι γιατι ειναι δυστυχισμενοι κουβαλωντας τη νεκρη ψυχη τους..Γιατι καρδια που δεν ανοιγεται ειναι δηλητηριασμενο νερο στην οαση μιας ερημου..
Ομορφα τα τριανταφυλλα ,τοσο ομορφα..Μυριζουν υπεροχα,η υφη τους ειναι ανατριχιαστικα ερεθιστικη ,ομορφαινουν τον χωρο..Κι ομως μεχρι εκει φτανει η γοητεια τους..Αν αποπειραθεις να τα ακουμπησεις , να τα κανεις δικα σου , θα πληγωθεις.. Μην απογοητευεσαι ..Αυτη η τοση ομορφια ειναι που μαραινεται πριν απο ολα..Κι ειναι αυτο που κανει τα τριανταφυλλα τοσο παραπλανητικα γοητευτικα..Θες δικο σου κατι τοσο ομορφο για τοσο λιγο..?Οι ανθρωποι που τοσο ευκολα δινονται ειναι αυτοι που φευγουν πριν απο τους διστακτικους..Ετσι κι εγω , ειμαι διστακτικη και με φοβουνται..Ειμαι ψυχρη λενε..Ομως ειναι η μασκα της ευαισθησιας αυτη που με κανει τρομακτικη..Γιατι πρεπει να βαλεις το διαμαντι στο μικροσκοπιο για να σιγουρευτεις για τα καρατια του..Αν δωσεις πριν βεβαιωθεις οτι αξιζει, μονο εσυ θα χασεις αν τελικα δεν αξιζει..
Σιγουρα καποιος θα σκεφτεται οπως εγω..Ας μου πει λοιπον..Φοβουνται εμενα που ειμαι τοσο δυσπιστη..Κανεις δεν καταλαβαινει οτι αυτο ειναι ο φοβος που πηγαζει απο την πληγωμενη μου ψυχη;Δεν ειμαι η μονη που εχει πληγωθει , το ξερω . Ομως δεν εχω σε ποιον να τα πω..Δε θελω να τα πω σε κανεναν..Νιωθω ανετα να εκφραζω τις σκεψεις μου εδω γιατι κανεις δε μπορει να τις εκμεταλλευτει ετσι..(Κι εδω μπαινει παλι η δυσπιστια.. )Αυτο ελπιζω τουλαχιστον..

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Η τρύπα που κατάπιε τους κλέφτες

Η τρύπα που κατάπιε τους κλέφτες




Η ιστορία αφορά μια εκκλησία στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, λοιπόν, στην Αγία Ευαγγελίστρια, έναν από τους μεγαλύτερους ναούς της περιοχής, όπου οι ντόπιοι εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή, υπάρχει πάνω στη μαρμάρινη είσοδο ένας παράξενος μαύρος "λεκές". Αρκετοί δεν προσέχουν το σημάδι, καθώς πολύ συχνά ο ιερέας φροντίζει να το έχει καλυμμένο με χαλί. Οι πιο παλιοί, όμως, το θυμούνται, όπως επίσης θυμούνται μια ιστορία που εξηγεί τις συνθήκες κάτω από τις  οποίες σχηματίστηκε... Σύμφωνα, λοιπόν, με τους παππούδες της περιοχής, όταν χτίστηκε ο ναός και στολίστηκε με ακριβείς εικόνες και τάματα, δυο κλέφτες μπήκαν τη νύχτα για να αφαιρέσουν οτιδήποτε ήταν πολύτιμο. Μπροστά τους, όμως, εμφανίστηκε ξαφνικά μια μαύρη σκιά - η Παναγία, λένε κάποιοι - που έτρεψε σε φυγή τους  κλέφτες. Μόνο που, λίγο πριν φτάσουν στην έξοδο, μια τρύπα άνοιξε στο πάτωμα, ακριβώς κάτω με τα πόδια τους. Στον άπατο εκείνο λάκκο έπεσαν μέσα ουρλιάζοντας και οι δυο. Η τρύπα έπειτα έκλεισε αμέσως, αλλά στη θέση της έμεινε ένας μαύρος "λεκές", σημάδι του θαύματος που συνέβη εκείνο το βράδυ. Μέχρι και σήμερα λέγεται πως, αν περάσεις νύχτα από την αυλή της εκκλησίας, μπορείς να ακούσεις τους λυγμούς από τους δυο κλέφτες, που οι ψυχές τους παραμένουν παγιδευμένες κάπου εκεί χαμηλά...

Ηλίθιοι, για σας πεθαίνω...

Ηλίθιοι, για σας πεθαίνω...

 Ηλίθιοι, για σας πεθαίνω...



Αυτές τις λέξεις είπε ο Βαλεντίνος Φέλντμαν, αγωνιστής της Αντίστασης στη Γαλλία, στους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος καθώς σήκωναν τα όπλα τους για να τον τουφεκίσουν στα 33 του χρόνια. Ο Φέλντμαν είχε μείνει πρωτύτερα αλυσοδεμένος έξι μήνες στα μπουντρούμια της Γκεστάπο, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδισε να γράψει στον τοίχο του κελιού του: "Ο θάνατος μου είναι το πιο ωραίο επίτευγμα της ζωής μου". Ήταν το 1942.

Η Μάγισσα και ο Άγγελος

Η Μάγισσα και ο Άγγελος





Όταν ο Θεός έφτιαξε τους ανθρώπους, πολλοί άγγελοι ένιωσαν μεγάλη θλίψη, καθώς η αγάπη του στράφηκε στο νέο του δημιούργημα. Κάποιοι άγγελοι, όπως ο Εωσφόρος, έμελλε να επαναστατήσουν απέναντι σε αυτό που ερμήνευσαν σαν εγκατάλειψη αλλά κάποιοι άλλοι, που είχαν το θέλημα του Θεού πιο ψηλά από τον εαυτό τους, έψαξαν παρηγοριά σε άλλα μέρη. Οι άγγελοι που παρακολουθούσαν τους ανθρώπους, με αρχηγό τους τον Σαμυάζα, επέλεξαν να ξανακερδίσουν την αγάπη του Θεού τους, αγαπώντας ό,τι Εκείνος αγαπούσε, και έτσι αφέθηκαν να ερωτευτούν θνητές γυναίκες. Μεθυσμένοι από πόθο και αγάπη, κατέβηκαν από τους ουρανούς και ενώθηκαν μαζί τους, γεννώντας παιδιά γίγαντες που δεν έμοιαζαν με ανθρωπους. Όταν ήταν μαζί με τις αγαπημένες τους, ήταν και πάλι ένα με τον Θεό που λάτρευαν, και έτσι ξέχασαν τα καθήκοντά τους, σταμάτησαν να παρατηρούν στους ανθρώπους και αφέθηκαν. Οι άγγελοι που είχαν επιλέξει να υπηρετούν τον Θεό τους δίχως ερωτήσεις, όπου και αν έγερνε η αγάπη του, οργίστηκαν με την ανυπακοή των αγγέλων αυτών και αποφάσισαν να τους επαναφέρουν στους ουρανούς δια της βίας. Έτσι, κατήλθαν στην πόλη, όπου οι άγγελοι παρατηρητές ζούσαν με τις αγαπημένες τους, διδάσκοντάς τους τα μυστικά της μαγείας και την τέχνη της ζωής, και ξεγύμνωσαν τα σπαθιά τους. Οι παρατηρητές είχαν δυο επιλογές, είτε να πεθάνουν στη μάχη είτε να αφήσουν τις αγαπημένες τους πίσω, και κάνεις δεν επέλεξε το δεύτερο. Οι άγγελοι όμως που είχαν έρθει από τους ουρανούς ήταν αποφασισμένοι, και σύντομα ήταν φανερό πως η μάχη είχε χαθεί για τους παρατηρητές. Στο τέλος, όρθιος έμεινε μόνο ο Σαμυάζα, και η αγαπημένη του, η κοκκινομάλλα Τόρια ικέτευε τους αγγέλους του ουρανού να τον αφήσουν να μείνει μαζί της. Οι άγγελοι δεν την άκουσαν: ήταν άνθρωπος, γυναίκα και επιπλέον είχε διδαχθεί απαγορευμένες για αυτήν τέχνες. Πήραν λοιπόν μαζί τους τον άγγελό της για να τον διδάξουν από την αρχή το λόγο του Θεού και να τον κάνουν να ξεχάσει. Η Τόρια έμεινε πίσω απελπισμένη, και η μόνη της παρηγοριά ήταν η μαγεία. Με όσα της είχε διδάξει ο Σαμυάζα, ξεκίνησε να ψάχνει τρόπο να ανέβει στους ουρανούς και να τον ξαναβρεί. Δίδαξε τις κόρες της την ιστορία τους και εκείνες δίδαξαν στις δικές τους κόρες, και έκτοτε οι μάγισσες ψάχνουν πάντα τρόπο να ανεβούν στον ουρανό και να βρουν τον χαμένο τους πρόγονο. Κάποιοι λένε μάλιστα πως η Εκκλησία ξεκίνησε να τις κυνηγά, όταν έφτασαν κοντά, πολύ κοντά στις πύλες του ουρανού...