Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Τι στοργή!


Τι στοργή!

..Πρέπει μερικοί άνθρωποι να καταλάβουν κάποτε..
..ότι τα παιδιά τους δεν είναι ιδιοκτησία τους..
..δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις μερικούς ανθρώπους..
..δεν υπάρχει ζωή για κάποια παιδιά..

Ο ήλιος έπεφτε. Και πως γυάλιζαν οι δυο της ουρανοί στα μάτια!
Συνήθιζα να ανάβω ένα δυο κεριά για να την περιμένω. Στεκόμουν πίσω από την πόρτα. Κι εκείνη έκανε πάντοτε ότι δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί. Πάντοτε ξαφνιαζόταν. Πάντοτε ήταν εκεί πριν σβήσουν τα κεριά. Πάντοτε εκείνη τα έσβηνε. Δεν ήθελε να βλέπει τα κορμιά μας να ενώνονται. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε ερωτευθεί. Ήθελε να μείνει κρυφή η αγάπη. Κάθε φορά γνωριζόμασταν από την αρχή. Κάθε νύχτα γεννιόμουν διαφορετικός. Κοντά της..
Καμιά φορά δάκρυζε..
-"Πόνεσες?"
, ψιθύριζα τρομαγμένος.
-"Ο κόσμος με πονά", απαντούσε κάθε φορά. Και κάθε φορά την παρηγορούσα. Κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Κάθε φορά τη φιλούσα στο μέτωπο. Κάθε φορά άναβα τα κεριά για να τα σβήσει αμέσως εκείνη. Τα άναβα ξανά. Τα έσβηνε βιαστικά. Χαμογελούσε. Κι αυτό μου έφτανε..
...
Ο ήλιος έπεφτε. Και πως έτρεχαν όλες οι θάλασσες από τα δυο της μάτια!
Συνήθιζα να ανάβω ένα δυο κεριά για να την περιμένω. Στεκόμουν πίσω από την πόρτα. Άνοιξε η πόρτα μα εκείνη δεν μπήκε. Ήταν ο άνεμος. Ο άνεμος πάντοτε μου μιλούσε για κείνη. Πάντοτε μιλούσα εγώ στον άνεμο για κείνη. Μου παραπονέθηκε για τον κόσμο που την άφηνε μόνη. Για τα κεριά που έσβηνε λίγο πριν σβήσει εκείνη μέσα μου μ΄ένα ακόμη βογκητό. Για το φόβο της. Για τους φόβους της. Μίλησε για μένα. Για το πάθος μου για κείνη. Για την τρέλα που είχα να εξετάζω λεπτομερώς την ψυχή της. Για το πόσο της άρεσε που ήμουν κοντά της. Για το φόβο της μήπως και τρομάξω από την ασχήμια του εσωτερικού κόσμου της. Έτσι νόμιζε. Που να 'ξερε! Τότε μπήκε 'κει κείνη..
-"Δεν είμαι καλά", ψέλλισε.
-"Το ξέρω", απάντησα.
-"Πως το ξέρεις? Πάλι μίλησες με τον αγέρα?"
-"Με κοροιδεύεις?"
-"Αυτό πιστεύεις?"
-"Τότε?"
-"Δεν αντέχω άλλο. Φεύγω."
-"Που θα πας?"
-"Ζωγράφισα σε ένα χαρτί το δρόμο μου. Αν γνωρίζεις το μονοπάτι, έλα!"
-"Παίζεις με τον πόνο μου!"
-"Όχι. Εσύ δεν κατάλαβες ποτέ το δικό μου!"
-"Μα.. μα.. τι θέλεις να πεις?"
-"Σ' ευχαριστώ."
-"Τι θέλεις να πεις? Σε παρακαλώ, πες μου!"
-"Σ' ευχαριστώ για την αγάπη σου.."
-"Πες μου, σε παρακαλώ!"
-"Για το κουράγιο σου.."
-"Μην εγκαταλείπεις τώρα!"
-"Πάντοτε ένιωθα περήφανη που βαδίζαμε παρέα. Σε θαυμάζω."
-"Σε παρακαλώ, σκέψου και μένα. Μην απογοητεύεσαι!"
-"Κάθε φορά που σε άγγιζα.. Κάθε φορά.."
Σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Πάντοτε ένιωθα ανίκανος να βοηθήσω. Δεν εμπιστευόταν ποτέ κανένα. Αλλά πίστευα ότι θ' αλλάξει. Μια φορά. Τόσα της έχω δώσει. Μια φορά για μένα..
-"Κουράστηκα με τα λόγια. Τόσα έχω κάνει για σένα. Αν δε σε έπεισα μέχρι σήμερα, πως να το κάνω τώρα, σε μια στιγμή?"
-"Δε φταις εσύ!"
-"Ως συνήθως. Όποιος δεν ευθύνεται, αυτός και την πληρώνει!"
-"Σε παρακαλώ! Κατάλαβέ με κι ας μη σου έχω πει τίποτε. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις!"
-"Τι έχεις κορίτσι μου? Για το θεό? Πονάω για σένα! Το ξέρεις!"
-"Πάντοτε σε θαύμαζα για την ακεραιότητά σου. Για τις πληγές που σε γέμισαν από παιδί μικρό, κι όμως με τόση υπομονή κατάφερες και έκλεισες. Εγώ όμως..? Δεν είμαστε το ίδιο. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Και ξέρω ότι δεν θα τα καταφέρω και ποτέ!"
Πλησίασα για να την αγκαλιάσω. Τραβήχτηκε. Τα μαλλιά της κάλυπταν το πρόσωπό της. Τα παραμέρισα. Τραβήχτηκε και πάλι.
-"Είσαι καλά?", τη ρώτησα γι' άλλη μια φορά.
-"Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω τόση ώρα?"
-"Θέλεις να καθίσεις εδώ? Κι αν σε θαμπώνει το λιγοστό φως των κεριών, θα τα σβήσω." -"Ναι, σε παρακαλώ."
-"Δείξε μου το πρόσωπό σου. Γιατί κρύβεσαι κάθε τόσο? Με φοβάσαι?"
-"Εσένα..? Όχι.."
-"Τότε?"
-"Σε παρακαλώ, μη με ρωτάς."
-"Θέλεις να χαζέψουμε το φεγγάρι για λίγο? Καμιά φορά μου μιλά κι αυτό με λόγια όμορφα. Καμιά φορά, μάλιστα, σε βλέπω μέσα του."
Χαμογέλασε.
-"Επίσης, θαυμάζω τον τρόπο σου. Το ρομαντισμό σου που δε χάνεται ούτε στις μεγαλύτερες δυσκολίες."
Πλησίασα να την αγγίξω. Τραβήχτηκε ξανά. Το φεγγάρι φώτισε την άκρη του λαιμού της. Ένα σημάδι.
-"Τι είναι αυτό?", έκανα να παραμερίσω τα μαλλιά της. Τραβήχτηκε άξαφνα πέρα, παραπάτησε κι έπεσε χάμω.
-"Κορίτσι μου, συγγνώμη.." Τώρα κυλιόταν ολόκληρη στο φως του φεγγαριού που έμπαινε ορμητικά από το ανοιχτό παράθυρο. Το πρόσωπό της! Ω, θεέ μου! "Ποιος.. ποιος σου το έκανε αυτό?" Έφερε τα χέρια της γύρω από τα πόδια της. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα. "Σε παρακαλώ, πες μου. Ποιος σου το έκανε αυτό?"
-"Δεν αξίζω να 'μαι δίπλα σου."
Σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Έτρεξα πίσω της. Η κουρτίνα του παραθύρου της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Οι αχτίνες του φεγγαριού γυάλιζαν στο μέταλλο που κρατούσε στο χέρι.
-"Ω.. κορίτσι μου.. δεν είναι αστεία αυτά. Σε παρακαλώ, άσε κάτω το μαχαίρι!"
-"Σε πρόδωσα, συγχώρα με."
-"Όχιιιιιι..", έφυγε άφωνο από τα χείλη μου.
Πότε έφθασα κοντά της! Τα χέρια μου πλημμύρισαν κόκκινα καθώς τη σήκωσα από το πάτωμα. Είχε λιποθυμήσει πριν προλάβει να δοκιμάσει το κρύο μέταλλο στα στήθη της. Καθώς έπεσε μονάχα, σχίστηκε λίγο στα πλάγια της. Άρχισε να συνέρχεται.
-"Κορίτσι μου, τι έκανες? Τι ήταν αυτό?"
-"Το σκότωσα?"
-"Ποιο να σκοτώσεις αγάπη μου? Τι συμβαίνει?"
-"Αυτό που έχω στην κοιλιά μου.."
Το αίμα μου πάγωσε καθώς έδενε με το δικό της που έτρεχε από την πληγή. Άκουσα καλά?
-"Τι.. τι εννοείς? Περιμένεις παιδί? Μα.. π.. πως? Γιατί..?"
Οι λέξεις μπερδεύονταν. Ο κόσμος γύριζε γύρω μου. Ο χρόνος σταμάτησε για λίγο να κυλά.
-"Ξέρεις πως είναι να μη σε σέβονται?"
-"Ξέρω κορίτσι μου. Γνωρίζεις τι έχω περάσει.."
-"Είσαι σίγουρος ότι είναι το ίδιο? Με γέννησε. Με μεγάλωσε με στοργή. Με πολύ στοργή. Με τόσο πολύ στοργή που καμιά φορά ξεπερνούσε και τη δική σου."
-"Τι.. τι λες τώρα?"
-"Για να μου αγοράσει παιχνίδι ήθελε αντάλλαγμα ένα δικό μου παιχνίδι. Ήθελε να μου μάθει πως είναι το σωστό, έλεγε, μην τυχόν και πληγωθώ αργότερα από κάποιον άλλο."
-"Ω, θεέ μου, δε μπορεί να είναι αυτό. Δε μπορεί. Κορίτσι μου.."
-"Μ΄έμαθε να σέβομαι τους άνδρες. Και τα κατάφερνα όπως με βεβαίωνε ο ίδιος. Έλεγε ότι τα κατάφερνα πάρα πολύ καλά μάλιστα."
-"Δεν το πιστεύω.."
-"Θυμάσαι την πρώτη φορά που με έκανες δική σου? Τότε που παραξενεύτηκες πως ήξερα όλα αυτά τα κόλπα, από τη στιγμή, που όπως σου είχα πει, είχα πάει μόνο με έναν άνδρα πριν από σένα."
-"Αγάπη μου.."
-"Αυτός μου τα 'μαθε όλα. Μα δεν τον μίσησα ποτέ. Ξέρεις γιατί? Γιατί είχα εσένα. Μέχρι τότε με είχε πείσει ότι μονάχα εκείνος θα μου προσέφερε αληθινή στοργή, κανείς άλλος δε θα μπορούσε. Κι όμως αγόρι μου, όταν σε γνώρισα, όταν σε έζησα, κατάλαβα τι σημαίνει να σε αγαπούν. Να σε ποθούν φυσιολογικά, όχι βρώμικα. Κατάλαβα τι σημαίνει πραγματική στοργή. Πραγματική έγνοια."
-"Τα κεριά? Για τις πληγές?"
-"Καμιά φορά, τώρα τελευταία ειδικά, αρνιόμουν. Και κείνος με χτυπούσε. Μια φορά μάλιστα, που προσπάθησα να του ξεφύγω, ξέρεις, για να με τιμωρήσει, μου έδειξε τι θα πει αληθινός πόνος. Καταλαβαίνεις? Δεν είμαι αγνή πια. Από πουθενά. Δεν είμαι άνθρωπος εγώ.." Δεν υπήρχαν δάκρυα. Δεν υπήρχε πόνος. Υπήρχε κόλαση. Στα μάτια της. Στα δικά μου. Με κρατούσε τόσο σφιχτά στα χέρια της! "Ποτέ δεν ήθελα να μοιράζεσαι το κορμί μου με κάποιον άλλο. Συ δε μου έλεγες ότι είναι ο ναός της ψυχής μου? Και κάθε φορά που ερχόμουν σε σένα να σκέφτομαι ότι λίγο πριν σε είχα προδώσει!"
-"Δε φταις εσύ καρδιά μου. Το ξέρεις! Είναι αρρωστημένο. Είναι.. είναι.. σε παρακαλώ.. άσε με να κάνω κάτι γι' αυτό."
-"Ο κόσμος είναι άσχημος. Πολύ.."
-"Ο κόσμος είναι όμορφος κορίτσι μου. Πολύ όμορφος. Δεν έχω τη δύναμη να σε κάνω να ξεχάσεις. Δεν είναι εφικτό. Θα φύγεις. Θα φύγουμε."
-"Σε παρακαλώ. Σκέψου το. Δε θα έπαιρνες ποτέ μια πουτάνα στο σπίτι σου. Τόσο καιρό το κάνεις εν αγνοία σου!"
-"Αχ, κορίτσι μου, μη λες τέτοια λόγια.."
Το βλέμμα θολό. Το μυαλό θολωμένο. Τι μπορώ να της πω! Τι μπορώ να κάνω! Δεν αξίζει καν να γράψω για όλο αυτό..
...
Τα χρόνια κύλησαν. Εκείνη γέννησε τον αδελφό της. Την επομένη κιόλας το πρωί πήγα και τον άφησα έξω από τα σκαλιά του σπιτιού των γονιών της. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα της. Κατάλαβε. Το πήρε μέσα. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά.
...
Τα χρόνια κύλησαν. Εγώ κι εκείνη ζούμε ευτυχισμένοι. Ζούμε έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. Έχει λιγότερους ανθρώπους εδώ και φοβάται λιγότερο η αγαπημένη μου.
Τώρα πια γινόμαστε ένα τα βράδυα δίχως να σβήνουμε τα δυο κεριά.
Κι η τελευταία κουβέντα της χθες, πριν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου, ήταν.. "θα γίνεις ένας πολύ στοργικός πατέρας.."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου