Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Έρχεται κάποια μέρα


Έρχεται κάποια μέρα, που το μαλλιαρό, αυθάδικο και φωνακλάδικο κουτάβι που ένα κρύο απόγευμα αποφάσισε ότι θα είσαι το αφεντικό του -κι όχι το ανάποδο- εμφανίζει ένα σάρκωμα, σε σημείο που δε μπορεί να αφαιρεθεί. Και που ακόμα κι αν κάποιος κτηνίατρος αναλάβει να προσπαθήσει, υπάρχει ο κίνδυνος να μην ξυπνήσει ποτέ από τη νάρκωση, γιατί, όπως και να το κάνεις, τα 13 του χρόνια τον καθιστούν ασθενή υψηλού κινδύνου. Έτσι, όταν έχεις να αποφασίσεις ανάμεσα στο να χάσεις το σκυλί- μικρό και καθυστερημένο παιδί (ή αδερφάκι) σου, επιλέγεις προφανώς το να το αφήσεις μέχρι να μην πηγαίνει άλλο. Δυο χρόνια σχεδόν μετά, κι ένα χρόνο ήδη καθυστερημένα, το σκυλί φτάνει σε σημείο να μην μπορεί να φάει, να κατουρήσει, να αναπνεύσει καλά, κι όμως, επειδή η φύση του ανθρώπου είναι απίστευτα εγωιστική, το κρατάς ζωντανό με αντιβιώσεις και αντιφλεγμονώδη και αντισηπτικά, μέχρι που κάποια μέρα συνειδητοποιείς -σχεδόν- τι κάνεις, και αποφασίζεις να κάνεις αυτό που έπρεπε να έχει γίνει από καιρό. Όχι μια, αλλά πέντε - έξι - δέκα φορές. Μέχρι που κάποια στιγμή, το παίρνεις -σχεδόν- απόφαση. Κλαίγοντας φτάνεις στο κτηνιατρείο (κάποιοι άλλοι εκφράζουν τον πόνο τους με φωνές, άλλοι τρώγοντας, άλλοι κάνοντας απεγνωσμένο σεξ, δεν έχει σημασία ο τρόπος), και ότι είναι να γίνει γίνεται. Κάνεις ό,τι είναι να κάνεις με το σώμα* και γυρίζεις σπίτι. Μαζεύεις τα πράγματά του, άλλα τα δίνεις, άλλα τα πετάς, άλλα τα κρύβεις για να μπορείς να τα αντιμετωπίσεις με αγάπη και νοσταλγία, όταν ο πόνος θα είναι λιγότερος. Όμως έρχεται η στιγμή που χτυπάει η πόρτα, και το επί 15 χρόνια αυτονόητο γάβγισμα δεν έρχεται. Κάθεσαι να φας, και κανείς δε σε κοιτάει σαν να είναι νηστικός τα τελευταία 3 χρόνια. Κανείς δεν ανεβοκατεβαίνει στο κρεβάτι και στους καναπέδες κάνοντας σαν χαλασμένη καφετιέρα, και μπορείς να περπατήσεις στα σκοτεινά, χωρίς να φοβάσαι πως η ζωντανή τρικλοποδιά περιμένει σατανικά απλωμένη φαρδιά πλατιά στη μέση του διαδρόμου, για να εκβιάσει τη λύπηση και το επακόλουθο τάισμα από τη μεριά σου. Το φαγητό που λείπει από το ψυγείο το έχεις φάει εσύ, και δεν μπορείς να τα ρίξεις με ανθρωπομορφικές κατηγορίες στο σκυλί, και οι πόρτες μένουν κλειστές, μια και κανείς δεν τις σπρώχνει με το κεφάλι του και δεν τις ξύνει για να ανοίξουν. Σκέφτεσαι μήπως θα μπορούσες να είχες κλέψει λίγο χρόνο ακόμα, όμως το λογικό κομμάτι του εαυτού σου ξέρει, πως είχες ήδη περισσότερο από όσο ήταν καλό για το ζώο. Προσπαθείς, λοιπόν, να προσαρμοστείς στην ιδέα, πως από σήμερα, το σπίτι σου θα είναι ένα σπίτι όπως όλα τα άλλα: χωρίς γαβγίσματα, χωρίς ψίχουλα στο πάτωμα, χωρίς μπεζ φουντίτσες κρυμμένες στη γωνία για να παίξετε κυνηγητό, κάθε φορά που σκουπίζεις.

* Η ταφή, σα λογική και σαν έθιμο, στο κεφάλι μου δεν είναι τίποτα πέρα από ένα απαρχαιωμένο και σαδιστικό έθιμο, που, όχι δε δείχνει σεβασμό στο νεκρό -άνθρωπο, ζώο, δεν έχει την παραμικρή σημασία-, γιατί ο σεβασμός σου φαίνεται από τον τρόπο που θα τον θυμάσαι, κι όχι από το τι θα κάνεις ένα μολυσματικό και αηδιαστικό άψυχο σώμα, κι από την προθυμία να πηγαίνεις λουλούδια και παπάδες για μνημόσυνα σε έναν τάφο. Όσο και ψυχρό και αναίσθητο κι αν φαίνεται στον πολύ κόσμο, θα προτιμούσα χίλιες φορές το πτώμα μου να καεί ή να πεταχτεί στα σκουπίδια, από το να υποβάλλω στο μαρτύριο που συνεπάγεται η όλη διαδικασία τους ζωντανούς, που σε αντίθεση με μένα, έχουν ακόμα την ικανότητα να υποφέρουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου