Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

To brownie-ζειν εστί φιλοσοφείν

To brownie-ζειν εστί φιλοσοφείν

Έπρεπε να έχω υποψιαστεί πως οι οιωνοί είναι κακοί από τη στιγμή που δεν κατάφερα να βρω τη συνταγή για brownies που είχα κάνει στο παρελθόν μέσα στο συρτάρι που κρατάμε βιβλία, βιβλιαράκια, μπλοκάκια και σκόρπια χαρτιά με συνταγές. Ή όταν μου πήρε άλλη μια ώρα να βρω μια συνταγή στο internet που να μου μοιάζει κάπως με όσα θυμόμουνα από την παλιά μου. Αλλά όοοχι, ήθελα να κάνω brownie για να 'χω να κερνάω τη μέρα της γιορτής μου. Κι αν μου κάτσει κάτι, πρέπει να γίνει, τέλος.

Η μοίρα, βέβαια, μου έδωσε μία ακόμα ευκαιρία να γλιτώσω τη μετατροπή της κουζίνας του σπιτιού μου στων ψαρών την ολόμαυρη ράχη, τη στιγμή που το μυαλό μου bugαρε και πέταξα το τελευταίο μου αυγό στα σκουπίδια, κι όχι μέσα στο μίγμα, αλλά σαν καλό μαλακισμένο, απλά την αγνόησα, κι έστειλα το μπαμπά μου, Κυριακή βράδυ, να μου βρει αυγά. Μέχρι την επιστροφή του φυσικά, το βούτυρο και η κουβερτούρα είχαν αρχίσει να κρυώνουν και να πήζουν, δημιουργώντας σβώλους, που όλο το ανακάτεμα του κόσμου δε θα μπορούσε να διαλύσει. Αλλά δε γαμιέται, έφτασα μέχρι εδώ, στη χαζομάρα θα κολλήσω;

Το γεγονός ότι το μίγμα ήταν λίγο για το ένα ταψί, πολύ για το δεύτερο και οκ προς πολύ για ένα τρίτο, με υποψίασε λίγο. Βρε μήπως απλά να το πετάξω όλο στα σκουπίδια και να πάρω έτοιμα brownies; Νοστιμότατα είναι κι αυτά. Γάμα το, μαλακία να πάει χαμένος όλος αυτός ο κόπος. Στο μεταξύ, έχω χάσει το μισό μίγμα κατά τη μεταφορά του από το ένα ταψί στο άλλο.

Έχοντας βάλει το ταψί στο φούρνο, βλέπω ότι φουσκώνει. Φουσκώνει πολύ. Φουσκώνει πάρα πολύ. Μπινελικώνοντας την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να πιάσω το μίξερ στα χέρια μου, ξεκολλάω τη μάνα μου από το pc (η μάνα στο pc κι εγώ στην κουζίνα, χμμμ), για να με βοηθήσει να το πετάξω το γαμημένο. Στην ώρα που μεσολάβησε, ο φούσκος που κάποτε ίσως να ήταν ένα ταψί με brownie έχει ξεχειλίσει, ενώ το εσωτερικό του είναι μια άψητη αηδία, κι έχει αρχίσει να πέφτει στον πάτο του φούρνου, να καίγεται και να γεμίζει το σπίτι καπνούς. Η μάνα μου, αποφασισμένη "να μην αφήσει ένα γλυκάκι να την κερδίσει" αποφασίζει πως πρέπει να ανοίξουμε όοοοολες τις πόρτες για να κάνει ρεύμα και να περιμένουμε, απομακρύνοντας ταυτόχρονα τα καρβουνάκια από το φούρνο. Ο πατέρας μου γελάει.

Πιάνω μια φιλοσοφική κουβέντα με τη μάνα μου, σχετικά με την αξία του να ξέρεις πότε να τα παρατάς, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να χάσω περί τη μία ώρα της ζωής μου, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα, να σώσω το καταραμένο πράγμα. Με τη βία σχεδόν, το απομακρύνω από τον σχεδόν φλεγόμενο φούρνο, και το βγάζω στο μπαλκόνι. Ο πατέρας μου πλησιάζει, πιάνει μια γωνίτσα από το μισοψημένο brownie και αποφαίνεται πως είναι καλό. Απομακρύνεται. Παίρνει ένα μαχαίρι κι ένα πιάτο, και ξανάρχεται. Παίρνει όλο το πάνω πάνω που έχει ψηθεί, βάζει μια ποτήρα τσικουδιά, και αράζει στην τηλεόραση. Μισή ώρα μετά, με άδειο το πιάτο και χωρίς τσικουδιά δηλώνει πως είναι πολύ γλυκό και τον λίγωσε.

Συνεχίζοντας με φιλοσοφική διάθεση, η μάνα μου πιστεύει πως όλη αυτή η δίωρη ταλαιπωρία, ήταν για να πάρω ένα μάθημα, γιατί τη μαγειρική πρέπει να την αντιμετωπίζεις με αγάπη και όχι έπαρση, κι έτσι, μορφωμένη πια -και 2 βήματα πριν το εγκεφαλικό- με αναγκάζει να ξεκινήσω τη διαδικασία από την αρχή...

35 λεπτά μετά, το σωστό brownie με κοιτάει γελώντας σατανικά από το ταψί, κι εγώ ορκίζομαι, πως όχι μόνο δε θα ξαναφτιάξω ποτέ, αλλά δεν θα το ξαναβάλω στο στόμα μου....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου