Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Εκλεκτική αλαλία

Εκλεκτική αλαλία

Περπατούσα σήμερα στο σπίτι και, καθώς δε μιλάω με πολύ κόσμο εκεί μέσα αυτές τις μέρες, είπα να σας διηγηθώ μια ιστορία σχετική με την ερώτηση "καλά, πόσο καιρό νομίζεις ότι θα μπορείς να μη μου μιλάς;". Την ιστορία της πρώτης μου "σχέσης".
Μπαίνοντας στο γυμνάσιο και μεγαλώνοντας, ξεπέρασα το Γιώργο, το δεύτερο παιδικό μου έρωτα, με τον οποίο οι τότε κολλητές μου ήταν σίγουρες ότι θα παντρευόμουν, κι έτσι μάλλον ερωτεύτηκα σε φάση ψεκάστε-σκουπίστε τον πρώτο άνθρωπο που βρέθηκε στο δρόμο μου. 
Ο Μάνος ήταν ο πρώτος εφηβικός μου έρωτας, κάπου εκεί στη δευτέρα γυμνασίου. Ασχημούλης, μπούλης, με σούπερ ζαβά δόντια - που ποτέ δεν έφτιαξε αν θυμάμαι καλά -, γιος του καθηγητή ενός από τα δευτερεύοντα μαθήματα -πράγμα που μετά που βγήκε σε καλό, μια και ήθελα να εντυπωσιάσω τον "πεθερό"-. Τα βήματά του έχουν χαθεί πια, αυτός ο έρωτας τον σημάδεψε ΤΟΣΟ.
Μια και είχα μοιραστεί συνωμοτικά με όλο το γυναικείο πληθυσμό της τάξης ότι "ήμουν ερωτευμένη" και είχα γεμίσει με "Μ" το σύμπαν, δεν ήταν δύσκολο να το πάρει μυρωδιά και ο αρσενικός. Τώρα ή διέθετα ήδη από τότε το ταλέντο να ρίχνω το αρσενικό της επιλογής μου (επιμονή πες το για είσαι μέσα), ή για κάποιο εντελώς μαλάκα λόγο, το σύμπαν απεφάσισε να ψηθεί ο μικρός φλώρος. Το Β2 είχε γίνει παρανάλωμα από τις φλόγες του πάθους μας. Βαθιά βλέμματα πάνω από το βιβλίο της ιστορίας, βαθιά βλέμματα πάνω από το τετράδιο της οικιακής οικονομίας, βαθιά βλέμματα πάνω από το μπλοκ των καλλιτεχνικών και, για να μην τα πολυλογώ, βικτωριανό ρομάντζο ολκής, τόσο πρόστυχα πράγματα. 
Σε ένα πάρτυ γενεθλίων, απελπισμένος ο λαός, μας κλείδωσε μόνους σε ένα δωμάτιο για να τα φτιάξουμε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ (αυτό άραγε έπαιζε και αλλού ή μόνο στο δικό μας μπουρδελάκι;). Μετά από πολλή ώρα χωρίς κουβέντα και με κλεφτές και τίγκα χεσοβράκικες ματιές, με κοιτάει σαν άντρας αποφασισμένος κι έτοιμος για όλα γυρνάει και μου λέει: "Ε θες τελικά;". Έλιωσα η κορασίς από την τεστοστερόνη και δέχτηκα. Μας ξεκλείδωσαν. Εκείνο το βράδυ χορέψαμε μπλουζ, κανένα "i dont wanna miss a thing" που ήταν ακόμα της μόδας, φαντάζομαι, αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια και πήγε ο καθένας σπίτι του.
Εκεί, λοιπόν, αρχίζει το κομμάτι που μου θύμισε την κατάσταση στο σπίτι μου. Από δευτέρα ο Μάνος, μουγκοθόδωρος. Κομμένη η καλημέρα, κομμένα τα βαθιά βλέμματα, κομμένα τα πάντα. Εκτός από τα μπλουζ στα πάρτυ. Και τα δώρα τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Και κάνα δυο Baileys (το γιατί και πως έπινα αυτήν την πηχτή αηδία με ξεπερνάει) που μου είχε πληρώσει. Σε πρώτη φάση αναρωτιόμουν σαν κλασική εκκολαπτόμενη ενοχική τι είχα κάνει λάθος. Θύμωσα, δεν του μιλούσα ΕΓΩ, μου πέρασε. Μαλακίες ντρεπόμουνα κιόλας σαν τον πούστη. Στη γιορτή του που τον πήρα τηλέφωνο για χρόνια πολλά, το κλείσαμε άρον άρον γιατί έπεφταν άδικα οι μονάδες (παλιά τα αστικά τα πληρώναμε φρίκη).
Ο τραγικός χωρισμός μας επήλθε τη μέρα που η Μάρθα κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος μου την ώρα της γυμναστικής, ανακοινώνοντάς μου ότι ο Μάνος είχε αποφασίσει πως χωρίζουμε. ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΑ. Σοκαρίστηκα και γέλασα όσο ποτέ πριν (ίσως λιγότερο από όσο γελάω τώρα, ενώ το γράφω).
Με το Μάνο ήμασταν μαζί για άλλα 4 χρόνια στο ίδιο τμήμα. Σε αυτά τα 4 χρόνια, η μόνη στιχομυθία ανάμεσα μας κουβέντα μας αποτελούνταν από ένα "κούνα μην είσαι φλώρος" που του πέταξα σε κάποια φάση στην τρίτη Λυκείου που είχα μπει στην τάξη να πάρω το απουσιολόγιο φεύγοντας για ομαδική κοπάνα και τον βρήκα μέσα. 
Δεν είναι να αναρωτιέται κανείς που πάντα κάτι είναι ζαβό στις σχέσεις μου. Ήτανε ζαβό το κλήμα.. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου